ΔΙΗΓΗΜΑ. ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΗΣ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ.- Διήγημα. Του Κώστα Λιάκου.

  Ι. Εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ένας από τους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, από το μπαλκόνι μιάς από τις καταθλιπτικές της πολυκατοικίες, παρουσιάζει για λίγο μιά όψη απρόσμενη! Διαφορετική! Κι αυτό, αφού έχει ερημώσει από αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, περαστικούς και από οτιδήποτε, που μπορεί να αποτελεί αισθητική και ηχητική ενόχληση. Εκείνες ακριβώς τις στιγμές, εμφανίζονται κάποιες ξεχασμένες Ανθρώπινες παρουσίες. Ένας άντρας γύρω στα σαρανταπέντε. Ψηλός, αδύνατος, με ένα χαμόγελο πλέριο από ευγένεια, μα και στοργή, καθώς πέφτει πάνω σε ένα παιδί επτά με οκτώ χρονών,…

Περισσότερα

Το Διήγημα του Σαββάτου. ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ Του Κώστα Λιάκου 

  Φαίνεται, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα έστω, νιάτα με χαμόγελα δροσερά, ξεχασμένα από εποχές ανεπίστρεπτες. Το μεσημέρι εκείνο του Μαρτίου αυτή την έντονη αίσθηση δημιούργησε στον Γρηγόρη, έναν άντρα προχωρημένης ηλικίας. Μιά αίσθηση, πραγματικά ξεχωριστή. Από το βάθος του δρόμου, άκουγε φωνές αγοριών και κοριτσιών σαν ένα ηχητικό θαρρείς δίχτυ που είχε απλωθεί σε όλο το μήκος και πλάτος της γειτονιάς. Ήταν η ώρα που έληξαν τα μαθήματα του γυμνασίου και λυκείου. Ύστερα από λίγο ένιωσε ό,τι δεν μπορούσε να φανταστεί. Δύο μαθήτριες – παραδόξως για τα σημερινά δεδομένα…

Περισσότερα

Βιορέτες, ζουμπούλια, κρινάκια και φραγκολαλάδες… Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

  Μόλις έπιαναν να μακραίνουν τ’ απογεύματα κι οι ακτίνες του ήλιου ζέσταιναν τ’ απομεσήμερα, άρχιζε η γη να φουσκώνει σαν το κορμί της έφηβης και να στολίζεται με χρώματα κι αρώματα. Τότε γέμιζαν τα χωράφια κι οι τράφοι μ’ αγριολούλουδα σ’ όλα τα μεγέθη, τα σχήματα κι όλες τις αποχρώσεις του ροζ, του μωβ, του κίτρινου και του μπλε. Πρώτες οι ανεμώνες, τσαχπίνες και παιχνιδιάρες, άνοιγαν διάπλατα τα βελουδένια πέταλα και ρουφούσαν ήλιο, καθώς τ’ αγέρι τις λίκνιζε με χάρη. Μετά γέμιζε ο κόσμος μαργαρίτες. Στραφτάλιζαν οι πλαγιές και…

Περισσότερα

Το Διήγημα του Σαββάτου|| Ο κύριος Νίκος Καββάδας – Του Μπάμπη Κοιλιάρη

  Ένα μεσημεράκι του 1986 πέρασε από, το γραφείο μου ο κύριος Νίκος, ο Δημοτικός σύμβουλος. Ήταν 65άρης, μετρίου αναστήματος με άδειους κροτάφους και μεγάλα φρύδια που δεν τα κούρευε ποτέ αν και σκίαζαν τα μικρά αλλά εκφραστικά μάτια του. Καθώς μιλούσε πάντα ανασήκωνε το μουστάκι του, πότε στο μέσο πότε στις άκρες, χαμογελώντας. Καλόκαρδος και ομιλητικός πάντα. Το χειμώνα τυλιγμένος μέσα στην παμπάλαια παλτουδιά του, πάντοτε έπαιρνε μαζί και την ομπρέλα του όπου πήγαινε. Έλα δω μου λέει. -Ξέρεις τι δουλειά κάνω; Βεβαίως και ήξερα ότι ο κύριος Νίκος…

Περισσότερα

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ – ΠΡΩΤΟΧΙΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ

  Του Χαράλαμπου Κοιλιάρη Το χρυσόχαρτο των τσιγάρων έκανε οικονομία στην πυρήνα και το μαγκάλι κρατούσε αναμμένο για περισσότερη ώρα . Το μικρό δωμάτιο του προσφυγικού συνοικισμού ήταν και Σάλα και Τραπεζαρία και Υπνοδωμάτιο ταυτόχρονα. Εκεί έτρωγε όλη οικογένεια εκεί, εκεί κοιμόταν, εκεί έλουζε τα παιδιά η μάνα το Σαββατόβραδο για να πάνε την άλλη μέρα καθαρά στην Εκκλησία. Εκεί στόλιζαν το δέντρο τα Χριστούγεννα και εκεί στόλιζαν το γιορτινό τους τραπέζι. Μια πόρτα ξύλινη, βαμμένη καφετιά που έμπαζε κρύο από παντού και ένα παράθυρο με θέα στον μικρό μα…

Περισσότερα

Κώστας Βασιλάκος. Στην Ελευθερία.

Τις νύχτες ο πόνος, οι προσευχές και οι παρακλήσεις έσμιγαν στους διαδρόμους του νοσοκομείου και σαν παγωμένος αέρας φώλιαζαν στις ανήσυχες στιγμές και τρύπαγαν την αγωνία όλων μας. Ήταν πρωί, κι εγώ καθισμένος στην καρέκλα αποκαμωμένος από την αϋπνία, προσπαθούσα να διώξω μακριά το Μορφέα που με πολιορκούσε. Με το φορείο έφεραν μια γυναίκα ψηλή και αδύνατη στο διπλανό κρεβάτι του δωματίου 320, εκεί που για αρκετές ημέρες νοσηλευόταν η δική μου ασθενής. Είδα ένα πρόσωπο κουρασμένο από υπομονή και προσμονή, ταλαιπωρημένο από το μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα επιβίωσης που…

Περισσότερα

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΟΡΠΕΝΤΟ (Μέρος δεύτερο)

  Γράφει ο Κώστας Γραμματικόπουλος.   Πέρασε μισή ώρα,χωρίς να μπεί,η να βγεί κάποιος ένοικος.Άρχισε να ψιχαλίζει.Άνοιξε το ράδιο.Του άρεσαν τα μπλουζ των μαύρων.Έψαξε τους σταθμούς και έπεσε πάνω σε ένα τραγούδι του Χάουλιν Γουλφ.Του έφτιαξε την διάθεση.Σιγοτραγουδούσε, όταν είδε έναν παχύσαρκο έγχρωμο άνδρα να κατευθύνεται προς την είσοδο της πολυκατοικίας.Βγήκε αμέσως από το αμάξι και τον πλησίασε. -Συγγνώμη,μήπως ξέρεις σε ποιόν όροφο μένει ο Τόνυ Μορέτι; -Ο Τόνυ; Στον τρίτο.Τι τον θες;απάντησε ο έγχρωμος με δυσπιστία. -Είμαι φίλος από τα παλιά και ήρθα να τον δω,απάντησε φιλικά ο Τζιμι…

Περισσότερα

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ|| ΤΟΡΠΕΝΤΟ Γράφει ο Κώστας Γραμματικόπουλος. (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ)

  Διέσχισε την Fifth Avenue ανάμεσα σε ένα πολύβουο πλήθος.Περπατούσε γρήγορα και σταθερά.Ήταν γύρω στα σαράντα,ψηλός,με γλυκό παρουσιαστικό,μαύρα μαλλιά καλοχτενισμένα προς τα πάνω και περασμένα με μπριγιαντίνη, φρεσκοξυρισμένος,μύριζε υπέροχα,λεβάντα και πούδρα. Κρατούσε στό αριστερό του χέρι μια δερμάτινη τσάντα.Φορούσε μπεζ καμπαρντίνα,σακάκι γκρι και γιλέκο κουμπωμένο με τρεις σειρές μαύρα κουμπιά.Ένα ρολ’οι με χρυσή αλυσίδα ξεχώριζε στην δεξιά τσέπη του παντελονιού του. Ήταν πρωί και το Μανχαταν Έσφυζε απο ζωή.Κατευθύνθηκε στο ξενοδοχείο Βεεkman.Μετά απο λίγα λεπτά έφθασε στην είσοδο. Τον χαιρέτησε ο πορτιέρης,ντυμένος με λευκή στολή που έμοιαζε με ναύαρχο,βγάζοντας ελαφρά…

Περισσότερα

Ερωτήματα από κάποια στιγμιότυπα. Γράφει ο Κώστας Λιάκος 

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ.   Η παραλία εκείνο το μεσημέρι, φάνταζε με απέραντο χώρο άπλετης ηδονικής σαγήνης. Οι κενές ξαπλώστρες σού έδιναν την αίσθηση πώς ήταν το εφαλτήριο, όπου το βλέμμα τιναζόταν σαν ολοφωτο – δίδυμο – τόπι και ανήμπορο, αποκαμωμένο, έπεφτε σ’ εκείνες που φιλοξενούσαν τις αισθησιακές περιφέρειες και τα χυμώδη στήθη που με τόση γαλαντομία ο Θεός χάρισε, των υπέροχων – αυτό το ηλιόλουστο μεσημέρι – γυναικών. Νόμιζες πώς η φύση, εκείνες τις στιγμές, σε μιά αδιάκοπη αντάρα βρισκόταν. Και πως διαφορετικά θα μπορούσε να γίνει; Παρουσίες, από…

Περισσότερα

Το Διήγημα του Σαββάτου. Των δειλινών τα σήμαντρα.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Βολάκης. Ανέβα στητός κ’ αγέρωχος σκαλί – σκαλί και περίμενε με ύφος αλαζονικό κυρίαρχος του φόβου σου, μπροστά στ’ άδεια κουτιά απ’ τις κονσέρβες του μεσημεριάτικου φαγητού, π’ άφησαν οι άνεργοι οικοδόμοι πάνω στην ξεραμένη λάσπη, ατενίζοντας με πόθο την ώρα του μεροκάματου, που θα πιάσουν με τα σκασμένα απ’ τον ασβέστη χέρια τους. Κ’ αν, ήχος καμπάνας πένθιμος, στο δειλινό συρθεί, ανατριχιάζοντας τα χαμόκλαδα, το σταυρό σου κάνε και χώμα πιάσε χιλιοπατημένο από τα κουρασμένα χοντροπάπουτσα που βάδισαν στων αμπελιών και των λιόδεντρων το μάζεμα και…

Περισσότερα