Τα παξιμάδια κι ώρα τους καλή… Φιλοξενούμενη η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου

Μια άλλη ιστορία που πάντα μου άρεσε, όσες φορές κι αν την είχα ακουστά από τη γιαγιά μου την Αγγελικώ, ήτανε  αυτή με τα παξιμάδια.  Μια ολόκληρη μέρα, λέει, παιδευότανε εκείνη, οι αδερφάδες της κι οι νύφες  της – που σε τέτοιες περιπτώσεις μαζευόντουσαν όλες μαζί για να βοηθά η μια της αλλονής – για να κάμουνε παξιμάδια.

Βαρειά δουλειά τα εφτάζυμα τα παξιμάδια! Από πού να πιάσει κανείς και πού να τελειώσει…  Αξημέρωτα βάζανε το «Ευλογητός…» και το βράδυ πια λέγανε το «Δι’ ευχών»!  Πιάνανε πρώτα τη μαγιά και το προζύμι κι ύστερα ζύμωσε, ξαναζύμωσε, μετάπιασε,  ξαναζύμωσε, πλάσε, άναψε το φούρνο, φούρνισε, κόψε, ντάνιασε, ε… τις έπαιρνε η νύχτα!  Εκάμνανε, όμως, οκάδες παξιμάδια, γιατί τα στόματα ήτανε πολλά κι οι φαμελιές τους η μια πιο μεγάλη από την άλλη.

Όταν, λοιπόν, εδέησε ο Θεός και τελειώνανε, στοιβάξανε τα παξιμάδια μέσα στις λαμαρίνες και τ΄ αφήκανε μες στον σβησμένο πια φούρνο για να τραβήξουνε κι ύστερα ν’ απολουχάνουνε ως το άλλο πρωί, γιατί αν τύχαινε να κρατήσουν υγρασία θα πανιάζανε κι ήτανε φόβος και να μουχλιάσουν και να πάει τόσος κόπος στράφι.

– «Ίντα…  Θα φύετεν από τώρα…;», ερώτησε η γιαγιά μου τις άλλες γυναίκες που μαζεύανε τα πράματά τους για να φύγουνε.  «Καλέ, κάτσετεν κομμάτι να βεγγερίσομε…  Θα κάμω και μια φρασκομηλιά με μπόλικη ζαχαρίτσα, θα βγάλω κι ελίτσες απέ την άρμη… να δοκιμάσομε και τα παξιμαδάκια…»

–  «Αχ… καλά θα ‘τανε, Αγγελικώ μου…», αναστέναξε η θεία το Αυγουστό, «…  Μα για δε… μας επήρανε τα χεσόβραδα κι ο αδερφός σου ε θε να λείπω από το σπίτι σα σκοτεινιάζει…  Κι εδώ που τα λέμενε, έχει τα δίκια του…  Πόσες μέρες είναι κι ευτός εδώ…  Πέντε μέρες λε θα μείνει το καϊκι κι εγώ εν ταιριάζει να λείπω το βράδυ  άμα γυρίζει…»

–  «Ουγού… επολωλάθηκα και μη μου συνορίζεσαι…  Εξέχασά το…  Χίλια τα δίκια σου…  Να πάτενε…  Να πάτενε στο καλό και… καλοφάγωτα…», συμφώνησε τότε η γιαγιά.

–  «Γιατί δεν ερκούστενε εσείς να κάτσομεν λιγάκι, να σας δει κι ο Διαμαντής;  Θα παίξουνε και τα παιδάκια…»

–  «Καλέ, να ‘ρτομενε…  Να ‘ρτομενε…  Μα… εξέχασές το πώς εφήκαμε τα παξιμάδια στο φούρνο;»

–  «Ουγού… καλά το λες…  Ε… βάλε, καλέ, τη λάμπα στο παραθύρι να θαρρούνε πως είσαι μέσα και πάμενε…»

–  «Μωρή Αυγουστώ… καλά το σκέφτηκες…  Στάσου να ρίξω απάνω μου το μποξαδάκι μου κι έρκομαι…  Στέλιοοοο…  Άνννα…  Μακάριεεε…  Πάμενε στης θείας…  Ελάτενε…»

Ύστερα από δυο-τρεις ώρες, αφού γανιάσανε να λένε παλιά και καινούρια και το τσαγάκι που ήπιαν, εκτός από την μπόλικη ζαχαρίτσα, είχε και μια γερή γουλιά κονιάκ κι έκαμε τα στόματα να γελούν μα τα βλέφαρα να βαραίνουν κι αφού τα παιδόπουλα, κουρασμένα από το παιχνίδι, πιάσανε και γκρινιάζανε νυσταγμένα, τότε το διαλύσανε πια.

Εγύρισε η γιαγιάκα μου να βάλει τα παιδάκια στο κρεβάτι, μα πριν να κλειδώσει την πόρτα και πριν να κάμει το σταυρό της από πίσω και να πει «Καλό ξημέρωμα, Παναγία μου κι αύριο με το καλό…», θυμήθηκε τα παξιμάδια κι είπε να ρίξει μια ματιά στο φούρνο μπας κι είχε τρυπώσει κανένας ποντικός.

«Μπααα…  Πού να πα ο ποντικός…  Ο φούρνος είν’ ακόμη πυρωμένος…», μονολογούσε σέρνοντας τη νύστα της.  Μόνο άντε να πέσεις Αγγελικώ, γιατί ε σε βαστούνε τα ποδάρια σου πια…»

Ο ποντικός της αυλής, πράγματι, δεν τόλμησε να πλησιάσει στο φούρνο, μα ο «ποντικός» της γειτονιάς, που όλη την μέρα τα φουρνίσματα του σπάσανε τη μύτη, πλησίασε και παραπλησίασε άφοβα τον ζεστό φούρνο και μάζεψε όλα τα παξιμάδια! Ψίχουλο δεν άφησε!

«Άχου τον αφιλότιμο…  Κακό καιρό να μην έχει…», αγανακτούσε η γιαγιά κάθε φορά που θυμόταν το πάθημά της, «…Μήτε ψίχουλο…  Κι εγώ του ‘χα και τη λάμπα στο παραθύρι για να βλέπει καλά τι κάμνει!»

.Συγγραφέας: Αγγελική Συρρή- Στεφανίδου

………………………………………………………………………………

Απολαυστικό -σε αφηγηματική μορφή- απόσπασμα από το βιβλίο της Αγγελικής Συρρή- Στεφανίδου «Λες και ήταν χθες», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λεξίτυπον το 2014. Βιβλίο της επιφανούς Χίας λόγιας αυτή τη φορά έξω από τα συνηθισμένα της πασίγνωστα μυθιστορήματα. Αυτό το βιβλίο της είναι λαογραφικό, ένας μικρός θησαυρός της Χιακής παράδοσης, ντοπιολαλιάς, ηθών και εθίμων όλα δοσμένα με την … έξυπνη γραφή και πένα της συγγραφέας μας σε μορφή διηγημάτων-αφηγημάτων που προσελκύουν τους φιλαναγνώστες για την μελέτη του.

Είναι προφανές ότι οι Χιώτες αναγνώστες-κι όχι μόνο- του αφηγήματος δεν θα δυσκολευτούν με την ντοπιολαλιά της Χιώτικης κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα που πλούσια μας την προσφέρει η συγγραφέας. Ντοπιολαλιά που αποδεικνύει ακόμη μια φορά πόσο πλούσια κι όμορφη είναι η Ελληνική γλώσσα.

Ευχαριστώ θερμά την συγγραφέα και ποιήτρια Αγγελική Συρρή – Στεφανίδου για την άδεια αναδημοσίευσης του παρόντος αποσπάσματος από το βιβλίο της «Λες και ήταν χθες»/ Λεξίτυπον.. Απολαύστε το απόσπασμα, προμηθευτείτε το βιβλίο.

Επιμέλεια  στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.