Οι ιστορικές συνθήκες του Θείου Δράματος

Γράφει ο π. Μάριος Μαμανέας.

Είναι δύσκολο να έχει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα του Θείου Δράματος, αν δεν έχει ακριβή γνώση της εποχής του Χριστού, των πολιτικών συνθηκών και της κοινωνικής ζωής εκείνων των χρόνων. Η Ιερουσαλήμ στα χρόνια του αυτοκράτορα Τιβερίου ήταν ένα αστικό κέντρο με ποικιλόμορφη  σύνθεση όπου διασταύρωναν την πορεία τους άνθρωποι και ιδέες από όλον τον τότε γνωστό κόσμο.

Βρισκόμαστε, κατά προσέγγιση, στο έτος 780 από κτίσεως Ρώμης – ή στο 31 μ.Χ. Τα πιο αντίθετα ρεύματα κινούνταν στην πρωτεύουσα της Ιουδαίας, η οποία μολονότι είχε δικό της ηγεμόνα, δεν ήταν ανεξάρτητη. Ο Ηρώδης ο Μέγας, ο πατέρας του τετράρχη που ηγεμόνευε κατά τον καιρό της Σταυρώσεως του Ιησού, πρέσβευε μεν τη θρησκεία του Μωυσή, αλλά δεν καταγόταν από τον οίκο του Δαυίδ. Τον είχαν επιβάλλει οι Ρωμαίοι με τη στέψη του να έχει προηγηθεί στο Καπιτώλιο από τον αυτοκράτορα Αντώνιο. Ο Ηρώδης ήταν μεταρρυθμιστής. Είχε επιχειρήσει να κάνει την Ιερουσαλήμ μητρόπολη της Ανατολής χρησιμοποιώντας τα στοιχεία του Πολιτισμού της Δύσης, που την αντιπροσώπευαν τότε η Ρώμη και η Αθήνα. Στα νομίσματα ήταν έκτυπο το όνομά του με Ελληνικά στοιχεία. Παράλληλα έκτισε αμφιθέατρα, ιππόδρομο και θέατρο, όπου διδάσκονταν τραγωδίες, ενώ διοργάνωνε και αθλητικούς αγώνες. Σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις ο ηγεμόνας εμφανιζόταν με όλη την οικογένειά  του, περιστοιχούμενος περισσότερο από ξένους (Έλληνες, Ρωμαίους, Γαλάτες, Αιγυπτίους, Γερμανούς που είχαν μετακληθεί από τον ίδιο), παρά από Ιουδαίους. Μέσα σε τέτοιους αυλικούς φάνταζε περισσότερο σαν εξελληνισμένος Ρωμαίος.

Τις ιδέες του Ηρώδη ακολουθούσαν και οι Σαδδουκαίοι, η κάστα των Εβραίων από την οποία προέρχονταν οι αρχιερείς και τα μέλη του Σανχεντρίν (ανωτάτου ιουδαϊκού Συνεδρίου), οι οποίοι ως νεωτεριστές και ελληνομαθείς ήθελαν να εκσυγχρονήσουν την ιουδαϊκή ζωή με ελληνορωμαϊκές επιρροές, δεχόμενοι από το Μωσαϊκό Νόμο μόνον όσα τους εξυπηρετούσαν. Είχαν την κοινή πεποίθηση ότι ένας λαός δεν μπορούσε να υπάρξει και να προοδεύσει χωρίς να βρίσκεται σε πνευματική ενότητα με τους πολιτισμένους κυριάρχους της ανθρωπότητας του καιρού εκείνου. Ωστόσο, ο ιουδαϊκός λαός όχι μόνο δεν συμμεριζόταν αυτές τις απόψεις, αλλά παρέμενε ενάντιος και σε πολλές περιπτώσεις ενεργά εχθρικός απέναντι σε ότι προσέβαλλε τις παραδόσεις των πατέρων του. Σε καμμία προγενέστερη εποχή ο Γιαχβισμός δεν είχε διεγείρει τόσο φανατισμό. Όποιος τολμούσε να προτείνει κάτι νέο, αν μεν ήταν ισχυρός, αποτελούσε ό,τι πιο μισητό για τον Ισραήλ, αν πάλι δεν προερχόταν από τις τάξεις της ιεραρχείας και του Συνεδρίου, ήταν καταδικασμένος…

Ο Ηρώδης, αφουγκραζόμενος τη δυσφορία του λαού, προσπάθησε να την διασκεδάσει με την ανοικοδόμηση του Ναού του Σολομώντα. Το μεγαλόπνοο σχέδιό του στέφθηκε από πλήρη επιτυχία, καθώς το νέο κτήριο είχε ξεπεράσει κατά πολύ σε πλούτο και μεγαλοπρέπεια τον προγενέστερο Ναό (που είχε ανακατασκευαστεί επί  Ζοροβάβελ τον 6ο π.Χ. αιώνα, μετά το τέλος της Βαβυλωνίου Αιχμαλωσίας). Αυτό το κολοσσιαίο έργο, φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο, κέδρους του Λιβάνου και άφθονο χρυσό, ενίσχυσε τη φήμη και το κλέος της Ιερουσαλήμ ως «αγίας πόλεως» αυξάνοντας συνακόλουθα και τα πλήθη των προσκυνητών που συγκεντρώνονταν, ιδιαίτερα το Πάσχα, τόσο σε αυτήν, όσο και στα περίχωρά της. Μέσα στο πλήθος αυτό συναντούσε κανείς ανθρώπους όλων των εθνών. Ο κάτοικος όμως της Σιών, σταθερός στο γιαχβικό του πουριτανισμό, αισθανόταν υπερήφανος έναντι των άλλων. Θεωρούσε τον Σαμαρείτη ετερόδοξο, περιφρονούσε τον Γαλιλαίο κι έβλεπε τον Αλεξανδρινό σαν σχισματικό. Δεν τους αναγνώριζε, παρά μόνον όταν έπαιρναν το φως του καθαγιάσμου στο Ιερό του Μεγάλου Ναού. Ο γηγενής Ιεροσολυμίτης θεωρούσε τον εαυτό του προνομιούχο, αφού αυτός ανήκε κατά κύριο λόγο στο λαό του Θεού. Γι΄αυτόν οι διδάσκαλοι και ερμηνευτές του Νόμου επαναλάμβαναν στις εσωτερικές στοές του Ναού τα μυστηριώδη λόγια των Προφητών. Στις επίσημες τελετές ο Ιεροσολυμίτης είχε το προβάδισμα, έπειτα από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Η υπερηφάνεια αυτού του λαού, που πίστευε ότι ήταν ο εκλεκτός του Θεού και ο μόνος που γνώριζε και ακολουθούσε τον πραγματικό Νόμο, υπέφερε από την ταπείνωση στην οποία τον είχε φέρει η ρωμαϊκή κυριαρχία. Είχε όμως και ανταλλάγματα που κολάκευαν το, απόλυτα συνταυτισμένο με το εθνικό, θρησκευτικό αισθητήριό του. Καθημερινά ο εκπρόσωπος του λαού, «εν ονόματι του Καίσαρος», ή μάλλον, της «πολιτικής» του, προσέφερε θυσία στο Ναό, στα πλαίσια της θρησκευτικής και πνευματικής ανεκτικότητας. Αυτό, όσο κι αν ικανοποιούσε το λαϊκό αίσθημα, δεν μπορούσε να οδηγήσει τους Ιουδαίους σε παραίτηση από τον πόθο της απελευθέρωσης και της αυτοδιάθεσης.

Η προσδοκία της έλευσης του Μεσσία, περισσότερο επίκαιρη τότε παρά ουδέποτε άλλοτε, ήταν ένα ιδεώδες όχι μόνο θρησκευτικό αλλά κυρίως εθνικό και πολιτικό. Το πνεύμα του μεσσιανισμού καλλιεργείτο τότε από τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, τους μορφωμένους αριστοκράτες της Σιών, που ήταν στο σύνολό τους άκρως εθνικόφρονες. Με τον τρόπο αυτό αντιπολιτεύονταν τους Σαδδουκαίους. Ο Μεσσίας όμως θα έπρεπε να προέρχεται από αμιγή ιουδαϊκή γενιά και μάλιστα από τον οίκο του Δαυίδ, ο οποίος ωστόσο είχε σχεδόν εκλείψει. Αν υπήρχαν κάποιοι εναπομείναντες απόγονοι, θα βρίσκονταν άγνωστοι και άσημοι μέσα στο πλήθος, χωρίς ίσως και οι ίδιοι να γνωρίζουν την καταγωγή τους, αλλά ούτε και να είναι σε θέση να την αποδείξουν σε περίπτωση που αυτή διασωζώταν ως οικογενειακή παράδοση. Επιπλέον, ο Μεσσίας, που θα κήρυττε την απολύτρωση ως απεσταλμένος του Θεού, θα έπρεπε να είναι και πολεμιστής, πανίσχυρος και αποφασιστικός, ώστε να μπορεί να πατάξει τους εχθρούς, τους παγανιστές και τους απίστους. Αυτός, υποθετικά, θα συνέτριβε τους Ρωμαίους και θα εχρίετο τελικά βασιλιάς στη θέση του Ηρώδη στο Ναό του Σολομώντος, ολοκληρώνοντας επιτυχημένα αυτό που δεν είχαν καταφέρει πρωτύτερα οι Μακκαβαίοι.

Ο λαός όμως αυτός, που πίστευε ότι πλησίαζε η ώρα του θριάμβου του, βρισκόταν τότε στη χειρότερη ηθική, κοινωνική και πολιτική παρακμή του. Η δίψα για ατομικό κέρδος και η ιδιοτέλεια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής στις ιουδαϊκές πόλεις. Η διαφθορά οργίαζε, ειδικά στις ανώτερες τάξεις, τις οποίες η Ρώμη φρόντιζε τεχνηέντως να προσεταιρίζεται. Ένα πολιτικό αξίωμα, μια προσωπική παροχή ή ένα οικονομικό αντάλλαγμα, ήταν αρκετά για να εξαγοραστεί ένας Φαρισαίος. Ο ίδιος ο Πόντιος Πιλάτος εθελοτυφλούσε στην οικονομική δουλεία που επέβαλαν αυτοί οι «προύχοντες» στους ομοεθνείς και ομοθρήσκους τους. Τους άφηνε να απομυζούν το λαό, που εργαζόταν σε συνθήκες σκλαβιάς. Τους επέτρεπε να εκμεταλλεύονται τα πλήθη με τοκογλυφίες και αγυρτείες. Οι Φαρισαίοι μιλούσαν μεν για τον Μεσσία, αλλά ταυτόχρονα φρόντιζαν να έχουν καλές σχέσεις και με τη ρωμαϊκή εξουσία. Το παράδειγμά τους προέβαλε την εξαχρείωση σε όλους. Έτσι διέφθειραν και το λαό, που δεν μπορούσε να διακρίνει ότι εκείνο που τον ζημίωνε, περισσότερο κι από την υποδούλωση, ήταν η πολιτική των δικών του ανθρώπων, οι οποίοι ήθελαν δήθεν την απελευθέρωσή του. Συνεπώς, ο πόθος για βελτίωση της ζωής ξεσπούσε στην ιδέα περί του Μεσσία. Δεν κόστιζε τίποτα στους αριστοκράτες να ευαγγελίζονται την έλευση του Λυτρωτή και δεν κινδύνευε η θέση τους αν το πίστευε ο κόσμος. Τουναντίον διατηρούσαν τους Ιουδαίους σε πλήρη υποταγή με αυτό το «όραμα».

Την εποχή εκείνη διαδόθηκε στην Ιερουσαλήμ ότι ένας νέος προφήτης από τη Γαλιλαία, ο Ιησούς, γιός του ταπεινού υλοτεχνίτη Ιωσήφ, έκανε τα πλήθη να τρέχουν πίσω του, εντυπωσιασμένα από τους λόγους και τα θαυμαστά έργα του. Σε κάποια μερίδα του κόσμου είχε αρχίσει να δημιουργείται η πεποίθηση ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Το μυστηριακό κλίμα της εγγύς Ανατολής σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες ζωής και τις θεοκρατικές αντιλήψεις, ανέκαθεν ευνοούσε την εμφάνιση προφητών, η δράση των οποίων  στην Ιουδαία ήταν ένα φαινόμενο κάθε άλλο παρά ασύνηθες, αλλά προφήτης ευρείας φήμης και αναγνωρίσεως είχε να φανεί στην περιοχή πάνω από έναν αιώνα. Υπήρχαν βέβαια και οι διάφοροι ψευδοπροφήτες, αλλά αυτοί περιφέρονταν μόνο στις επαρχίες, καθώς δεν διακινδύνευαν να προβάλουν τις ιδέες τους στην Ιερουσαλήμ. Εκεί, τόσο η επιβλητική ρωμαϊκή κυριαρχία, όσο και η κοινωνική και οικονομική ευρωστία των Φαρισαίων δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψουν την υποκίνηση δημεγερσίας. Ειδικά από έναν Γαλιλαίο…

Έτσι, η ιουδαϊκή άρχουσα τάξη, το Συνέδριο και οι εκπρόσωποι της Ρώμης, όταν πληροφορήθηκαν, αφ’ ενός μεν, την ολοένα αυξανόμενη απήχηση του κηρύγματος του Ιησού στο λαό, αφ’ ετέρου δε την  επικείμενη επίσκεψη του Ιδίου στην Ιερή Πόλη, θεώρησαν ότι η εξουσία τους κινδύνευε με ανατροπή. Τον περίμεναν λοιπόν ανήσυχοι μεν, αλλά καλά οργανωμένοι και αποφασισμένοι να Τον πλήξουν. Το σκηνικό για την ιστορική εκδήλωση του Θείου Δράματος είχε στηθεί. Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά…

Πρεσβ. Μάριος κ. Μαμανέας
Ιερέας – Θεολόγος
Εφημ. Ι.Ν. Αγ. Αναργύρων Χαλανδρίου

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.