Νίκος Μπελογιάννης, ένας άγνωστος ανδριάντας του στο Βερολίνο

Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης

Στις προ­τά­σεις της φίλης – «ξε­να­γού» στο Βε­ρο­λί­νο για τα μέρη που έπρε­πε να επι­σκε­φτώ, ήταν και το άγαλ­μα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στις κτι­ρια­κές εγκα­τα­στά­σεις μιας ανώ­τε­ρης τε­χνι­κής και οι­κο­νο­μι­κής σχο­λής σή­με­ρα, που την πε­ρί­ο­δο της ΓΛΔ στε­γά­ζα­νε την Ανω­τέ­ρα Σχολή Οι­κο­νο­μι­κών της ΛΔ Γερ­μα­νί­ας. Το πα­νε­πι­στή­μιο βρί­σκε­ται στο ανα­το­λι­κό δια­μέ­ρι­σμα Karlshorst του Βε­ρο­λί­νου. Εκεί στο προ­αύ­λιο της σχο­λής, μπρο­στά από το κτί­ριο της διοί­κη­σης, στέ­κε­ται επι­βλη­τι­κά ο μπρού­τζι­νος αν­δριά­ντας. Μαζί με τη βάση του τέσ­σε­ρα μέτρα ύψος. Στη βάση του με μπρού­τζι­να κε­φα­λαία γράμ­μα­τα είναι γραμ­μέ­να τα εξής:Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης / Γεν­νη­μέ­νος το 1915 / στην Αμα­λιά­δα της Πε­λο­πον­νή­σου / εκτε­λέ­στη­κε στις 30.3.1952 / στο Γουδί της Αθή­νας. Και από κάτω: «Αγω­νι­ζό­μα­στε για να έρ­θουν στη χώρα μας κα­λύ­τε­ρες μέρες, χωρίς πείνα και πό­λε­μο. Για αυτό το σκοπό αγω­νι­ζό­μα­στε και αν χρεια­στεί, θα θυ­σιά­σου­με ακόμη και τη ζωή μας».

Τα κοντά 60 χρό­νια έχουν αφή­σει έντο­να τα ση­μά­δια του στη επι­φά­νεια του γλυ­πτού, χωρίς όμως να αφαι­ρεί το πα­ρα­μι­κρό από τη με­γα­λο­πρέ­πειά του. Κά­ποιες ερ­γα­σί­ες συ­ντή­ρη­σης του μνη­μεί­ου είναι πλέον απα­ραί­τη­τες. Στη βάση του τα υπο­λείμ­μα­τα από λίγα γα­ρί­φα­λα που άφη­σαν κά­ποιοι προη­γού­με­νοι επι­σκέ­πτες του. Στην επέ­τειο της εκτέ­λε­σης κά­ποια πα­λιοί πο­λι­τι­κοί πρό­σφυ­γες αλλά και νε­ό­τε­ροι με­τα­νά­στες το επι­σκέ­πτο­νται.

Η επί­σκε­ψη αυτή ήταν η αφορ­μή για την ανα­ζή­τη­ση πλη­ρο­φο­ριών για τον καλ­λι­τέ­χνη και το ιστο­ρι­κό δη­μιουρ­γί­ας του αν­δριά­ντα. Δύο οι ανα­φο­ρές στο μνη­μείο. Ένα αφιέ­ρω­μα της «Ντόι­τσε Βέλε» και ένα αφιέ­ρω­μα του πε­ριο­δι­κού «Εξά­ντας» του Βε­ρο­λί­νου (τεύ­χος 12, Μάιος 2010) που υπο­γρά­φει ο Γιώρ­γος Μ. Βρα­ζι­τού­λης.

Η εκτέ­λε­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στις 30 Μάρτη 1952 προ­κά­λε­σε διε­θνείς αντι­δρά­σεις. Έκ­φρα­ση αυτών των αντι­δρά­σε­ων ήταν και το άγαλ­μα στο ανα­το­λι­κό Βε­ρο­λί­νο που δυ­στυ­χώς το αγνο­ού­με. Η διε­θνής αντί­δρα­ση για τη μα­ταί­ω­ση της εκτέ­λε­σης με δια­μαρ­τυ­ρί­ες και τη­λε­γρα­φή­μα­τα προς την κυ­βέρ­νη­ση και τον βα­σι­λιά, έλαβε τε­ρά­στιες δια­στά­σεις. Στο πρω­θυ­πουρ­γι­κό γρα­φείο και στα Ανά­κτο­ρα έφτα­ναν κα­θη­με­ρι­νά εκα­το­ντά­δες γράμ­μα­τα και τη­λε­γρα­φή­μα­τα απ’ όλες τις γω­νιές της γης. Εκα­το­ντά­δες οι άν­θρω­ποι των γραμ­μά­των και των τε­χνών, με τα δικά τους «όπλα», έδω­σαν χρώμα σε αυτό το κί­νη­μα. Απο­κο­ρύ­φω­μα, το έργο του Πι­κά­σο «Ο άν­θρω­πος με το γα­ρί­φα­λο».

Αί­σθη­ση και συ­γκί­νη­ση προ­κά­λε­σε η στάση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στους Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς και ει­δι­κά στους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες. Η νεαρή τότε ΓΛΔ (δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1950) όπου ζού­σαν πλέον ως πο­λι­τι­κοί πρό­σφυ­γες αρ­κε­τοί μα­χη­τές και μα­χή­τριες του ΔΣΕ, πρω­το­στα­τεί στις εκ­δη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας και συ­μπα­ρά­στα­σης. Πο­λυά­ριθ­μες ήταν οι εκ­δη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας σε όλη τη χώρα και με­γά­λος ο αριθ­μός των τη­λε­γρα­φη­μά­των προς την ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση για απο­τρο­πή του μοι­ραί­ου. Συ­νε­χείς οι ανα­φο­ρές στον Τύπο. Η εκτέ­λε­ση προ­κα­λεί νέο κύκλο αντι­δρά­σε­ων. Η δια­μαρ­τυ­ρία με­τα­τρέ­πε­ται σε οργή, αγα­νά­κτη­ση και απο­τρο­πια­σμό. Η «Neues Deutschland» την 1 Απρι­λί­ου, στην πρώτη της σε­λί­δα, δίπλα από μια φω­το­γρα­φία του Μπε­λο­γιάν­νη, φέρει τον τίτλο: “Ο φόνος του Μπε­λο­γιάν­νη εξε­γεί­ρει την υφή­λιο“. Τα δη­μο­σιεύ­μα­τα και οι αντι­δρά­σεις συ­νε­χί­ζο­νται για αρ­κε­τό καιρό. Σχο­λεία ερ­γο­στά­σια φο­ρείς νε­ο­λαι­ί­στι­κες ορ­γα­νώ­σεις συν­δι­κά­τα εκ­δί­δουν ανα­κοι­νώ­σεις κα­τα­δί­κης και δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Πολ­λές οι μορ­φές από­δο­σης τιμής στον Έλ­λη­να κομ­μου­νι­στή μάρ­τυ­ρα. Πλα­τεί­ες, δρό­μοι, σχο­λεία, ανώ­τε­ρες σχο­λές, ερ­γο­στά­σια, μπρι­γά­δες ερ­γα­τών ακόμη και μη­χα­νή­μα­τα απο­κτούν τι­μη­τι­κά το όνομα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη.

Στις 21 Νο­εμ­βρί­ου 1952, το Οι­κο­νο­μι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Βε­ρο­λί­νου υπέ­γρα­ψε συμ­βό­λαιο με τον γλύ­πτη René Graetz για το άγαλ­μα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη το οποίο θα στη­νό­ταν στον προ­αύ­λιο χώρο του πα­νε­πι­στη­μί­ου. Στη σχολή αυτή εκ­παι­δεύ­ο­νταν τα μελ­λο­ντι­κά στε­λέ­χη των δια­φό­ρων κρα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων της χώρας ενώ φι­λο­ξε­νού­νταν και πολ­λοί σπου­δα­στές αδελ­φών σο­σια­λι­στι­κών χωρών από όλη την υφή­λιο. Το σκε­πτι­κό της επι­λο­γής ήταν, ότι σε ένα τέ­τοιο χώρο, το μνη­μείο θα συ­νεί­σφε­ρε επι­πλέ­ον στη σφυ­ρη­λά­τη­ση ενός πνεύ­μα­τος διε­θνι­σμού στις νε­ό­τε­ρες γε­νιές.

Όπως πα­ρα­δέ­χε­ται και η Barbara Barsch, ιστο­ρι­κός τέ­χνης που έχει γρά­ψει δια­τρι­βή για τον René Graetz: «Ήταν κάτι το πρω­τό­γνω­ρο για την εποχή. Για πρώτη φορά καλ­λι­τέ­χνης της Ανα­το­λι­κής Γερ­μα­νί­ας ασχο­λού­νταν με ένα διε­θνι­στι­κό θέμα και κυ­ρί­ως: έφτια­χνε άγαλ­μα για κά­ποιον που δεν ήταν Γερ­μα­νός».

Ο René Graetz, γνώ­ρι­ζε ήδη την υπό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη και δέ­χθη­κε με εν­θου­σια­σμό, γιατί όπως λέει η ιστο­ρι­κός τέ­χνης Barbara Barsch «ήταν στρα­τευ­μέ­νος. Και το γε­γο­νός ότι εκτε­λέ­στη­κε ένας αγω­νι­στής, επει­δή δεν ήθελε να αρ­νη­θεί την ιδιό­τη­τα του κομ­μου­νι­στή τον είχε συ­γκλο­νί­σει». Είχε όμως να αντι­με­τω­πί­σει κά­ποια προ­βλή­μα­τα. Έπρε­πε η ανα­πα­ρά­στα­ση του ήρωα να είναι, όσο γι­νό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ρε­α­λι­στι­κή, πράγ­μα όχι εύ­κο­λο, αφού το μόνο στοι­χείο που είχε στη διά­θε­ση του ήταν κά­ποιες ασπρό­μαυ­ρες φω­το­γρα­φί­ες από τον τύπο της επο­χής. Επι­πλέ­ον, το έργο θα έπρε­πε στη τε­λι­κή του μορφή να αρέ­σει όχι μόνον στους γερ­μα­νούς υπεύ­θυ­νους αλλά και στους εκ­προ­σώ­πους των Ελ­λή­νων προ­σφύ­γων, με­ρι­κοί από τους οποί­ους μά­λι­στα είχαν γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά τον ήρωα. Γι’ αυτό από το ξε­κί­νη­μα της δου­λειάς του ο Graetz ανα­ζή­τη­σε τη συμ­βου­λή και τη γνώμη του πα­λαί­μα­χου σή­με­ρα δη­μο­σιο­γρά­φου του Ρι­ζο­σπά­στη Θα­νά­ση Γε­ωρ­γί­ου, ο οποί­ος «θυ­μά­ται ότι ο καλ­λι­τέ­χνης του ζή­τη­σε τη γνώμη για μια πι­θα­νή ανα­πα­ρά­στα­ση του Μπε­λο­γιάν­νη, κατά τη στιγ­μή της εκτέ­λε­σης, με τα χέρια του δε­μέ­να πι­σθά­γκω­να. Η στάση αυτή δεν άρεσε στον ερω­τώ­με­νο, αφού τη θε­ώ­ρη­σε κατά κά­ποιο τρόπο ητ­το­πα­θή και μειω­τι­κή για τον ήρωα. Έτσι προ­τι­μή­θη­κε η τω­ρι­νή, σαν μια πιο θαρ­ρα­λέα στάση του σώ­μα­τος, με τα χέρια σχε­δόν απε­λευ­θε­ρω­μέ­να από τα δεσμά, γε­μά­τα απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και δύ­να­μη».

Το γύ­ψι­νο πρω­τό­τυ­πο του αγάλ­μα­τος εκτί­θε­ται τo κα­λο­καί­ρι του 1954, σε μια έκ­θε­ση βε­ρο­λι­νέ­ζων καλ­λι­τε­χνών, στο Μου­σείο της Περ­γά­μου. Λί­γους μήνες μετά, στα τέλη του Οκτω­βρί­ου του ίδιου έτους, το πρω­τό­τυ­πο γύ­ψι­νο μο­ντέ­λο του αν­δριά­ντα έβρι­σκε το δρόμο του προς το χυ­τή­ριο. Οι ερ­γα­σί­ες κρά­τη­σαν οκτώ πε­ρί­που βδο­μά­δες και στις 29 Δε­κεμ­βρί­ου 1954 ο μπρού­τζι­νος αν­δριά­ντας του Μπε­λο­γιάν­νη έφτα­νε πλέον με τρένο στο σταθ­μό Ostbahnhof του Βε­ρο­λί­νου και από εκεί με φορ­τη­γό στη Σχολή. Ο δη­μιουρ­γός του έκανε τις τε­λευ­ταί­ες διορ­θώ­σεις και βελ­τιώ­σεις και δια­μορ­φώ­θη­κε το βάθρο. Προ­στέ­θη­καν και τα στοι­χεία της επι­γρα­φής σε συ­νερ­γα­σία με τους Έλ­λη­νες εκ­προ­σώ­πους των πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων. Τα επί­ση­μα απο­κα­λυ­πτή­ρια του μνη­μεί­ου έγι­ναν την πα­ρα­μο­νή της Πρω­το­μα­γιάς του 1956. Στο πρω­το­μα­γιά­τι­κο φύλλο της εφη­με­ρί­δας Neues Deutschland» υπάρ­χει η εί­δη­ση με τίτλο «Απο­κα­λυ­πτή­ρια του Μνη­μεί­ου – Μπε­λο­γιάν­νη στο Βε­ρο­λί­νο» όπου ανα­φέ­ρε­ται ότι έγι­ναν τα απο­κα­λυ­πτή­ρια του μνη­μεί­ου «του Έλ­λη­να πα­τριώ­τη και προ­λε­τα­ρια­κού αγω­νι­στή Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη» πα­ρου­σία αντι­προ­σω­πεί­ας του ΚΚΕ. Στην εκ­δή­λω­ση το­πο­θέ­τη­σης του αν­δριά­ντα η διευ­θύ­ντρια της Σχο­λής Eva Altmann έκανε την ομι­λία, ενώ «στο όνομα της ελ­λη­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης» ο Κα­θη­γη­τής Πέ­τρος Κόκ­κα­λης ευ­χα­ρί­στη­σε τη Σχολή για την εκτί­μη­ση της προ­σφο­ράς του Μπε­λο­γιάν­νη για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Ελ­λη­νι­κού λαού».

Κά­ποιες μέρες μετά, στην εφη­με­ρί­δα Sonntag της 27ης Μαΐου 1956, αρ­θρο­γρά­φος με αρ­χι­κά Κ.Η. θα σχο­λιά­σει για το μνη­μείο:

«Το μνη­μείο για τον Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη, τον Έλ­λη­να αγω­νι­στή της Ελευ­θε­ρί­ας, ένα μπρού­τζι­νο γλυ­πτό του René Graetz, απο­τε­λεί μια καλή και αι­σθη­σια­κή πα­ρου­σία μέσα στο προ­αύ­λιο της Ανω­τέ­ρας Σχο­λής Οι­κο­νο­μι­κών στο Karlshorst . Εκα­το­ντά­δες φοι­τη­τές περ­νούν κα­θη­με­ρι­νά μπρο­στά από τον μπρού­τζι­νο αν­δριά­ντα του αλύ­γι­στου, υπε­ρή­φα­νου αν­θρώ­που, που θυ­σί­α­σε τη ζωή του για την ελευ­θε­ρία του λαού του.

Τα χέρια του είναι δε­μέ­να, όμως η σφιγ­μέ­νη γρο­θιά του αρι­στε­ρού του χε­ριού συ­γκρα­τεί την τε­ρά­στια ενέρ­γεια αυτού του αγω­νι­στή, που ξέρει ότι δεν είναι μόνος, ενώ η ανοι­χτή δεξιά πα­λά­μη του ετοι­μά­ζε­ται με βία και σι­γου­ριά να εκ­δη­λώ­σει την αντί­στα­σή του ενά­ντια στους εχθρούς της ελευ­θε­ρί­ας, τους εχθρούς της ει­ρή­νης, τους εχθρούς της κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου. Ο άν­δρας στέ­κε­ται λίγο πριν την εκτέ­λε­σή του, με το δεξί του πόδι προ­τε­τα­μέ­νο, έχο­ντας συ­νεί­δη­ση των ορίων της δρά­σης του τη στιγ­μή αυτή, δεν προ­χω­ρεί πλέον, πα­ρα­μέ­νει αλυ­σο­δε­μέ­νος ακί­νη­τος, στέ­κε­ται με αι­σιο­δο­ξία πάνω στο έδα­φος που το μοι­ρά­ζε­ται με όλους τους ομοϊ­δε­ά­τες του στον κόσμο, οι οποί­οι θα συ­νε­χί­σουν τον αγώνα του.

Ο René Graetz, σε ένα ώριμο και δυ­να­τό έργο τέ­χνης, μορ­φο­ποί­η­σε αυτόν το μο­να­χι­κό ήρωα του ελ­λη­νι­κού λαού, όπως αυτός τι­μά­ται εδώ, σε ένα σύμ­βο­λο του αγώνα για την ελευ­θε­ρία όλων των αν­θρώ­πων και λαών που αγα­πούν την ει­ρή­νη, σε μια ζω­ντα­νή, πει­στι­κή και διαρ­κώς γό­νι­μη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

Ο γλύ­πτης René Graetz

Ο René Graetz έχει μια πε­ρι­πε­τειώ­δη βιο­γρα­φία και ένα ιδιαί­τε­ρο στίγ­μα στην Τέχνη. Γεν­νή­θη­κε στις 2 Αυ­γού­στου 1908 στο Βε­ρο­λί­νο τυ­χαία. Στο τα­ξί­δι εξο­ρί­ας του Ρώσου πα­τέ­ρα, τυ­πο­γρά­φος στο επάγ­γελ­μα και της Ιτα­λί­δας μη­τέ­ρας του. Τα νε­α­νι­κά του χρό­νια τα πέ­ρα­σε στη Γε­νεύη, όπου εκ­παι­δεύ­τη­κε και αυτός ως τυ­πο­γρά­φος με ει­δί­κευ­ση στη βα­θυ­τυ­πία. Στην Ελ­βε­τία πα­ρέ­μει­νε ως το 1929, χρο­νιά που κέρ­δι­σε το πρώτο βρα­βείο της αγ­γλι­κής εφη­με­ρί­δας «Times», ως κα­λύ­τε­ρος τυ­πο­γρά­φος και στη συ­νέ­χεια με­τοί­κη­σε στο Cape Town της Νό­τιας Αφρι­κής. Εκεί δού­λε­ψε ως μη­χα­νι­κός σε με­γά­λη εκτυ­πω­τι­κή εται­ρεία στην ίδρυ­ση της οποί­ας συ­νέ­βα­λε. Εκεί έζησε και ερ­γά­στη­κε στο επάγ­γελ­μά του έως το 1938. Στο διά­στη­μα αυτό άρ­χι­σε να δρα­στη­ριο­ποιεί­ται πο­λι­τι­κά, ως μέλος του εκεί συν­δι­κά­του τυ­πο­γρά­φων, ενώ το 1932 ξε­κί­νη­σε τις σπου­δές του στη γλυ­πτι­κή, στη νε­οϊ­δρυ­θεί­σα Σχολή Καλών Τε­χνών. Το 1935 δη­μιουρ­γή­θη­καν τα πρώτα γλυ­πτά έργα του, ενώ είχε ήδη εγκα­τα­λεί­ψει, το μέχρι τότε επάγ­γελ­μά του. Το 1938, μετά από διώ­ξεις για την πο­λι­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα, θέ­λη­σε να επι­στρέ­ψει στην Ευ­ρώ­πη. Αν και δεν τον συν­δέ­ει τί­πο­τα με τη φα­σι­στι­κή Γερ­μα­νία, πήρε γερ­μα­νι­κό δια­βα­τή­ριο επει­δή γεν­νή­θη­κε στο Βε­ρο­λί­νο. Επέ­στρε­ψε και εγκα­τα­στά­θη­κε αρ­χι­κά στο Πα­ρί­σι, στη Ζυ­ρί­χη για να κα­τα­λή­ξει το 1939 στο Λον­δί­νο.

Με το ξέ­σπα­σμα του Πο­λέ­μου εγκλεί­στη­κε, λόγω του γερ­μα­νι­κού δια­βα­τη­ρί­ου του, μαζί με εκα­το­ντά­δες άλ­λους γερ­μα­νούς που ζού­σαν στη Μ. Βρε­τα­νία, σε ένα ει­δι­κό στρα­τό­πε­δο πε­ριο­ρι­σμού στον Κα­να­δά. Μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέση με τη Γερ­μα­νία ή τους Γερ­μα­νούς. Γλώσ­σες του ήταν η γαλ­λι­κή και τα αγ­γλι­κά. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με Γερ­μα­νούς κομ­μου­νι­στές και αντι­φα­σί­στες, με άλ­λους καλ­λι­τέ­χνες, όπως οι Theo Balden, Heinz Worner, κ.ά. και ει­σχώ­ρη­σε στην πα­ρά­νο­μη ομάδα του Γερ­μα­νι­κού ΚΚ. Η πε­ρί­ο­δος αυτή τον δια­μόρ­φω­σε σε έναν στρα­τευ­μέ­νο καλ­λι­τέ­χνη με κα­θα­ρούς πο­λι­τι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς. Το 1941, μετά την από­λυ­ση όλων των αντι­φα­σι­στών κρα­τού­με­νων από το στρα­τό­πε­δο, επέ­στρε­ψε στο Λον­δί­νο όπου συμ­με­τεί­χε στον εκεί ενερ­γό σύν­δε­σμο Γερ­μα­νών καλ­λι­τε­χνών και δια­νο­ου­μέ­νων Freier Deutscher Kulturbund. Την εποχή εκεί­νη γνώ­ρι­σε και τον Henry Moore, τον οποίο επι­σκε­πτό­ταν τα­κτι­κά στο ατε­λιέ του. Από το 1944 ήταν πα­ντρε­μέ­νος με την Ιρ­λαν­δέ­ζα Elizabeth Shaw, γρα­φί­στρια και αρ­γό­τε­ρα διά­ση­μη συγ­γρα­φέα παι­δι­κών βι­βλί­ων στη ΛΔΓ. Μετά τον πό­λε­μο, το 1946, εγκα­τα­στά­θη­κε μαζί με άλ­λους εξό­ρι­στους στο ανα­το­λι­κό τμήμα της Γερ­μα­νί­ας, με σκοπό τη σο­σια­λι­στι­κή ανοι­κο­δό­μη­ση της χώρας.

Στο ευ­ρύ­τε­ρο κοινό έγινε γνω­στός με τη συμ­με­το­χή του, στη δη­μιουρ­γία των μνη­μεί­ων του Buchenwald, το 1958, με τρία ανά­γλυ­φα στη­λών, και του Sachsenhausen, το 1959, με τη με­γα­λό­σω­μη ομάδα γλυ­πτών με τίτλο “Απε­λευ­θέ­ρω­ση“. Ανά­με­σα στα έργα του είναι και ένα αγαλ­μα­τί­διο αφιε­ρω­μέ­νο στη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ (1973). Εκτός των διά­φο­ρων γλυ­πτών δη­μιούρ­γη­σε επί­σης πολλά έργα ζω­γρα­φι­κής (ακουα­ρέ­λες) και κε­ρα­μι­κής. Το 1973 τι­μή­θη­κε με το Βρα­βείο Käthe-Kollwitz της Ακα­δη­μί­ας των Τε­χνών και με το Αρ­γυ­ρούν Πα­τριω­τι­κό Με­τάλ­λιο Προ­σφο­ράς της ΛΔΓ, ενώ είχε επί­σης βρα­βευ­τεί, το 1959, για τη συμ­με­το­χή του στο Μνη­μείο του Buchenwald, με το Εθνι­κό Βρα­βείο της χώρας. Ο René Graetz πέ­θα­νε απροσ­δό­κη­τα στις 17 Σε­πτεμ­βρί­ου 1974, στη μικρή κω­μό­πο­λη του Graal-Müritz της Ostsee, κατά τη διάρ­κεια απο­θε­ρα­πευ­τι­κών δια­κο­πών.

(Το κεί­με­νο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο egnatiapost.gr. Έχει πλέον δια­κό­ψει τη λει­τουρ­γία του)

Ηρακλής Κακαβάνης

Δημοσιογράφος-Συγγραφέας

Δαχειριστής της ιστοσελίδας atexnos.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.