Μεγάλη Παρασκευή – Αφήγηση Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου

Αφήγηση Αγγελικής Συρρή-Στεφανίδου, αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια στην αγαπημένη της πατρίδα την Χίο.

Την άλλη μέρα, την Μεγάλη Παρασκευή, κανείς δεν έμενε στο σπίτι.

Άλλωστε, στα πόδια του σταυρωμένου Ιησού ξενυχτούσαν οι περισσότερες γυναίκες και οι κοπελιές της ενορίας, στολίζοντας τον Επιτάφιο.

Έφτιαχναν δεκάδες μέτρα κορδόνια από βιολέτες, τριαντάφυλλα και γαρίφαλα κι ήταν τ’ αποτελέσματα των προσπαθειών τους περίτεχνα κι  ευωδίαζαν πίστη.

Από το πρωί, όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία.

Τσουκάλι δεν έμπαινε  εκείνη τη μέρα στη φωτιά.

Πένθιμα υπενθύμιζαν οι καμπάνες της ημέρας το μήνυμα.

Κι όταν το μεσημέρι γινόταν η αποκαθήλωση και το σώμα του Θεού, σαν το  ανθρώπινο, ακουμπούσε στον τάφο, τότε άρχιζε κι ο  επιτάφιος θρήνος, που κορυφώνονταν το απόβραδο με τα Εγκώμια  κι ύστερα με  την περιφορά των Επιταφίων σε κάθε γειτονιά.

Εμείς, τρέχαμε από εκκλησιά σε εκκλησιά, για να περάσουμε σταυρωτά κάτω από όσο πιο πολλούς επιτάφιους μπορούσαμε .

Παίρναμε ύστερα κι ένα λουλουδάκι, το σταυρώναμε πάνω στην εικόνα και το βάζαμε στην τσέπη μας, για να το πάμε στο σπίτι να το καίει η μαμά μας στο θυμιατό, σαν ευλογία, όλο το χρόνο.

Το πένθιμο  μήνυμα της ημέρας τότε, δεν μας άγγιζε, συμμετείχαμε μόνο μηχανικά. Αλλά τα πάντα για μας ήταν αφορμή για παιχνίδι, εξερεύνηση και ικανοποίηση της περιέργειάς μας.

Ακόμα και την πείνα την κάναμε παιχνίδι, γιατρεύοντάς την με γλειφιτζούρια, τσίχλες, κουλούρια,  φιστίκια και σκαλτσούνια.

Κι όταν βράδιαζε, συνωστιζόμαστε γύρω από τον Επιτάφιο της ενορίας μας, με τη μικρή μας σύνοψη στα χέρια, για να ψάλλουμε τα εγκώμια μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά.

«Ώ γλυκύ μου έαρ», θρηνούσε η  Παναγιά δια στόματος παρθένων, που κάθε χρονιά τόσο γλυκά και συγκινητικά βεβαίωναν τον Ιησού πως: «αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι Χριστέ μου».

Παράφωνα μα κατανυχτικά έψαλε κι όλο το εκκλησίασμα  κι οι ασκητικές μορφές των αγίων  από γύρω, θαρρείς πως σάλευαν κι έσκυβαν  μέσα στους καπνούς από το θυμίαμα και τα κεριά, για να προσκυνήσουν το θαύμα που συντελούνταν εκείνη την ώρα, που ο Θάνατος πισωπατούσε  φρίττοντας, μπροστά στη Θεϊκή κάθοδο στον Άδη.

Τα μπουμπάκια είχανε πιάσει κιόλας δουλειά απ’ έξω και σε κάθε έκρηξή τους θαρρούσαμε πως τα τζάμια θα πέσουν στο κεφάλι μας  κι  ότι οι τοίχοι της εκκλησιάς θα σκιστούν, όπως εκείνη την στιγμή που ακούστηκε το «τετέλεστε» από το Άγιο Στόμα  κι άνοιξε  η γη και βγήκαν οι αποθαμένοι  να  περπατήσουν  πάλι με τους ζωντανούς στον απάνω κόσμο, ελπίζοντας και προσδοκώντας την ανάσταση.

Ύστερα, μέσα σε κατάνυξη κι ανάταση ψυχής, σήκωναν τον Επιτάφιο και βγαίναμε, κλήρος και λαός από την εκκλησία, για την περιφορά.

Μυστήριο  μεγάλο λοιπόν- που πάντα θα το θυμάμαι- συντελούνταν εκείνη την ώρα! Μπορεί όλη τη μέρα να έβρεχε, αφού,  εκατό φορές στις εκατό, η Μεγάλη Παρασκευή είναι μια μέρα συννεφιασμένη και σκοτεινή, μα την ώρα που βγάζαμε τον Επιτάφιο, σταματούσε κι η βροχή κι ο αγέρας και μόνο οι μοσχοβολιές από τα δροσισμένα κι ολάνθιστα περιβόλια πλημύριζαν την ατμόσφαιρα, την οποία οι ψαλμωδίες και οι φλόγες των εκατοντάδων κεριών την έκαναν απόκοσμη και παραμυθένια στα παιδικά μας μάτια!

Ευκαιρία πάλι για μας να τρέχομε μια μπρος μια πίσω κι οι μανάδες   μας  άντε   να μας κυνηγούν για να μην χαθούμε ή για να μην βάλλουμε φωτιά στης μπροστινής κυρίας το παλτό.

Αχ, εκείνο το μοναδικό άρωμα που  σκεπάζει τέτοια εποχή το νησί και φθάνει κι ως μέσα  στη θάλασσα,  για να προϋπαντήσει  το ποστάλι  που έρχεται κάθε πρωί !

Γράφω τώρα κι είναι σα να τις αναπνέω εκείνες τις ευωδιές  από τις φρέζες, τις βιολέτες, τ’ αγιοκλήματα και τις πασχαλιές, που θρασομανούσαν στους κήπους και τις αυλές των σπιτιών που προσπερνούσαμε εκείνες τις βραδιές, μαζί με το βαρύ άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές και τις λεμονιές των περιβολιών, ανακατεμένες με τις αναθυμιάσεις  του μπαρουτιού από τις στρακαστρούκες.

Κι είναι σα ν’ ακούω επίσης  κι  όλους τους  ήχους τους χαρακτηριστικούς εκείνης της βραδιάς!

Ας πούμε, το τρίξιμο των παπουτσιών του πλήθους απάνω στο νωπό  χώμα, τις  εκρήξεις από τα μπουμπάκια, που πέφτανε γύρω και δεν ήξερε κανείς από πού να τα περιμένει,  τα τρομαγμένα «αχ» των κοριτσιών, τα «αϊ σιχτίρ» των αγαναχτισμένων, τα «σους καλέ… ντροπής να βλαστημάτενε τέτοια βραδιά», και τα ψιθυριστά  χιρχιρίσματα εκείνων, που με το να περιγελούν των άλλων τα καμώματα, νιώθουν ανώτεροι κι άξιοι να κρίνουν και να κατηγορούν, οι μικρόμυαλοι.

Όταν τελείωνε η περιφορά του Επιταφίου στις γειτονιές της ενορίας μας, γύριζε η πομπή πίσω και παπάδες,  ψαλτάδες και  πιστοί τραβούσαν να ξαναμπούν στην εκκλησιά.

Απίστευτο! Η βαριά ξύλινη πόρτα ήταν ερμητικά κλειστή, κι η είσοδος στην εκκλησία απαγορευμένη!

Και να που ξεκινούσε εκείνη την ώρα  μια σκηνή συμβολισμού, με τον παππά απ’ έξω να φωνάζει  απειλητικά «άρατε πύλας» και να βροντά  βίαια την πόρτα, παριστάνοντας τον Ιησού προ των πυλών του Άδου και με τον επίτροπο από μέσα  να ρωτά «τις εί;», παίζοντας τον ρόλο του άρχοντα του κάτω κόσμου!

Μια, δυο και την τρίτη φορά,  με μια δυνατή σπρωξιά άνοιγε ο παππάς την πόρτα του ναού κι ο Χριστός, έμπαινε θριαμβευτής και σωτήρας στον Άδη, «θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος»!

Σαν ξημέρωνε το Μεγάλο Σαββάτο, καθώς η κορύφωση  του θείου δράματος πλησίαζε κι η δικαίωση του καλού και του αγαθού όδευε προς την Ανάστασή της, εμείς,….

Αφήγηση: Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Απόσπασμα από το βιβλίο της εκλεκτής Χίας συγγραφέως Αγγελικής Συρρή – Στεφανίδου: Λες και ήταν Χθες, εκδόσεις Λεξίτυπον/ 2014.

Ευχαριστώ την διακεκριμένη λόγια Αγγελική Συρρή – Στεφανίδου για την άδεια αναδημοσίευσης αποσπάσματος στο site της diafaneia.eu από το αξιόλογο λαογραφικό και αυτοβιογραφικό της βιβλίο ‘Λες και ήταν Χθες’.

Επιτάφιος : Μουσείο Μπενάκη.

Πίνακας Ζωγραφικής: Εμμανουήλ Μαντάς,ζωγράφος.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.