Βραδιά αναπολήσεων για τα παλιά σινεμά του Βροντάδου

 

 

Ας κάνουμε, λοιπόν, μια βουτιά στο παρελθόν. Στο πολύ μακρινό, από τις αρχές του περασμένου αιώνα αλλά και στο πρόσφατο και ειδικότερα στη δεκαετία του ‘ 60 όταν ο κινηματογράφος γνώρισε μεγάλες δόξες και τη μεγαλύτερη άνθηση και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως χρυσή.

Ήταν μια δεκαετία που χαρακτηρίστηκε ως η πολυπληθέστερη, από άποψης προσέλευσης, στους κινηματογράφους της πόλης αλλά και των χωριών, σε άλλα από τα οποία υπήρχαν μόνιμες αίθουσες και σε άλλα οι προβολές γινόταν σε καφενεία ή σε σχολεία ή σε αυλές σχολείων το καλοκαίρι…

Ήταν η δεκαετία που σχηματίζονταν μεγάλες ουρές στους κινηματογράφους ειδικά τις Κυριακές, όταν οι προβολές ξεκινούσαν από τις 2 το μεσημέρι και ολοκληρώνονταν αργά το βράδυ. Πλήθη συνέρρεαν και μάλιστα, κάποιες φορές, λόγω του εκνευρισμού της αναμονής δημιουργούνταν και εντάσεις ανάμεσα στους επίδοξους θεατές…

Ως καινούργιο προϊόν ο κινηματογράφος, στις αρχές του περασμένου αιώνα, λογικό ήταν να προσελκύσει το ενδιαφέρον επιχειρηματιών που ήθελαν να επενδύσουν σ’ αυτόν, και εδώ στη Χίο. Όμως, διαβάζοντας τις εφημερίδες της εποχής εκείνης, δε διευκρινίζεται καθαρά η ιδιοκτησία των κινηματογράφων, αλλά και αν η επιχείρηση μακροημέρευε ή ολοκληρωνόταν πριν καλά- καλά αρχίσει.

Εξαίρεση αποτελούσαν δύο ή τρεις κινηματογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο «ΑΣΤΗΡ» του Μιχάλη Δημόπουλου, που ήταν ο μοναδικός που έμελλε να μακροχρονίσει από το 1914 και με τους διαδόχους του να φτάσει μέχρι και τη δεκαετία του ’80.   Μεταξύ των άλλων (Χίος, Ρώμη, Ομιλος Εκδρομέων, Νικήτα, Τσικολή, κινηματογράφος Προκυμαίας, κινηματοθέατρον Ολύμπια, Λουξ, Αστήρ)   και «ο κινηματογράφος «Εδισσων» που μετονομάστηκε σε «Αστήρ» από τον Δημόπουλο…

Ο Οθωμανός με το όνομα Μουσταφά, ήταν ο πρώτος που εγκαινίασε σινεμά στην πόλη λίγο πριν την απελευθέρωση του νησιού από τον Οθωμανικό ζυγό.   Όπως έγραφε η εφημερίδα «Νέα Χίος» την 1η Αυγούστου 1911: «Εξακολουθούν θριαμβευτικώς οι παραστάσεις του λαμπρού κινηματογράφου του Μουσταφά, ο οποίος κατέκτησε ήδη τας συμπαθείας όλων των κοινωνικών τάξεων από της ανωτάτης και εκλεκτής τάξεως μέχρι των λαϊκών στρωμάτων.

Ο κινηματογράφος αρχίζει και μπαίνει για τα καλά στη ζωή των Χιωτών και των Χιώτισσων. 4 Μαρτίου 1954 διαβάζουμε ότι «καθημερινά ένας κόσμος ολόκληρος με διαφορετικά γούστα παρατά το μαγαζί όταν νυκτώνει, κλείνει το γραφείο του και ξεκινά με τις τέσσερις τίμιες χιλιάδες του για το σινεμά, τον μοναδικό παράγοντα ψυχαγωγίας μας. Ουρά, ουρά, σπρώξιμο, σπρώξιμο, κρύο, κρύο, όλα τα υπομένει καρτερικά. Τις πρώτες ημέρες της εβδομάδας γίνεται πάντα η ίδια κουβέντα:- Πάμε σινεμά; – Πάμε…

Ο κ. τάδε παίρνει τη γυναικούλα του, ο κ. δείνα την αραβωνιαστικιά του, ο άλφα την κόρη του, ο βήτα την αδελφή του, και όλος αυτός ο κόσμος μαζεύεται στον «Αστέρα» και στο «ΡΕΞ», αφού πρώτα δημοκρατικότατα περιμένει στη θυρίδα για το εισιτηριάκι του, για να ακολουθήσει μέσα, το κουτσομπολιό και η μόδα…».

Στο τέλος της δεκαετίας του ‘ 50 η ελληνική παραγωγή κατέχει το 50% της εγχώριας αγοράς ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘ 60 (το 1963) τα προϊόντα της ελληνικής παραγωγής -86 ταινίες- κατέχουν το 60% στα μεγάλα αστικά κέντρα, το 75% στα ημιαστικά και το 95% στις αγροτικές περιοχές. Ας μη ξεχνάμε ότι τότε πολλοί ήταν οι αγράμματοι ή ημιμαθείς και δεν ήξεραν ή δεν προλάβαιναν να διαβάσουν τους υπότιτλους της μετάφρασης στις ξένες ταινίες και γι αυτό προτιμούσαν τις ελληνικές.

Έτσι, επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό που παρακολουθούσε τις προβολές ήταν γυναικείο, έπρεπε και οι ταινίες που προβαλλόταν να συνάδουν και με τις προτιμήσεις τους … Και βέβαια οι προτιμήσεις αυτές ήταν αποκλειστικά για τις ελληνικές ταινίες και ιδιαίτερα για τα δακρύβρεκτα μελό τα oπoία ήταν στο ζενίθ εκείνη την εποχή. Και, όσο να ‘ναι, «άγγιζαν» περισσότερο το ωραίο φύλο που πήγαινε στην αίθουσα εφοδιασμένο και με τα απαραίτητα μανδήλια, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν, ανάλογα με την περίσταση.

Οι ταινίες που χαρακτηριζόταν δραματικές τις δεκαετίες του ’50 και του ‘ 60 αποκαλούνταν και μελό. Οι τίτλοι ποίκιλλαν ώστε να στοχεύουν στην ευαισθησία και στο συναίσθημα, κυρίως του γυναικείου πληθυσμού. Ο ελληνικός πληθυσμός, ανεξαρτήτως των δημογραφικών και ψυχογραφικών χαρακτηριστικών του, παρακολουθεί σύσσωμος κινηματογράφο. Οι κάτοικοι των αγροτικών και των ημιαστικών περιοχών, άτομα με χαμηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο, έχουν σαφή προτίμηση στις ελληνικές ταινίες.

Κοσμοπλημμύρα, λοιπόν, στα σινεμά όχι μόνο της πόλης αλλά και των χωριών με τις ελληνικές ταινίες και ειδικά εκείνες που είχαν δραματικό περιεχόμενο. Μια ευκαιρία εξόδου για όλους με τα καλά τους, και συγχρόνως ευκαιρία για κοινωνικές σχέσεις. Με τις προβολές να αρχίζουν το μεσημέρι και να ολοκληρώνονται τα μεσάνυχτα. Με τα μαντηλάκια να είναι μούσκεμα από τα δάκρυα…

Στην είσοδο γινόταν χαμός από εκείνους που περίμεναν υπομονετικά επί ώρα για να μπουν να παρακολουθήσουν κι αυτοί την ταινία. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι θεατές που αδημονούσαν να μπουν στον κινηματογράφο έκαναν… «γιούργια» στις δίφυλλες πόρτα της εισόδου που μπορεί να ήταν κλεισμένες με αλυσίδες, αλλά κάποιες φορές υποχωρούσαν κιόλας. Και με την έφοδο και την εισβολή γινόταν χαμός καθώς τσαλαπατιούνταν μέχρι να μπουν στην αίθουσα και να εξασφαλίσουν ένα κάθισμα…

Στο Βροντάδο στην αρχή και τα μέσα  της δεκαετίας του ’60, είχαμε ένα περιφερειακό θερινό σινεμά του Παντελή Χαρίτου, εγκατεστημένο σε οικόπεδο του Νίκου και της Μιμίνας Μίτση, στο σταυροδρόμι του Αγιού Σιδέρου, μετά το Τσουκαλοχώρι και πριν από τη Μούτσαινα, λίγο παραμέσα από τους Τρεις Μύλους, λίγο πριν φθάσουμε στον Άγιο Κήρυκο. «Cine ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ» ήταν το όνομά του.

Ευκαιριακά λειτούργησαν και άλλα  θερινά σινεμά στον Βροντάδο, και ειδικότερα στους Τρεις Μύλους, στη Δασκαλόπετρα και τα Λιβάδια. Ομως δεν μπόρεσαν να συναγωνισθούν το CineΚΕΝΤΡΙΚΟΝ, είτε σε προσέλευση θεατών, είτε σε ακτινοβολία.

Ας δούμε, όμως, και ένα, από τα πολλά, κρούσματα λογοκρισίας όπως μας το αφηγήθηκε σε συνέντευξή του ο Πέτρος Δημόπουλος…

«Τον Αύγουστο του 1967, παίζαμε στου Νίκου Αθηναίου, στάση Παντελάκη, στο Βροντάδο σε ένα οικοπεδάκι, στο οποίο έπαιζε και ο καραγκιόζης εκεί.

Αρχίσαμε να παίζουμε  την ταινία «Η κόμισσα της φάμπρικας» με την Αννα Φόνσου κι ένα άλλο έργο με τον Χατζηχρήστο. Ηταν Κυριακή και παίζαμε δύο έργα. Δεν το είχα δει εγώ το δεύτερο έργο εκ των προτέρων. Κάποια στιγμή ο Χατζηχρήστος διακωμωδούσε τα προ της δικτατορίας συμβαίνοντα στη Βουλή. Ελεγε λοιπόν «εγώ βάζω τον Μαύρο, βγάζω τον Μαύρο» εννοώντας τον πολιτικό, και ο κόσμος γελούσε με τον Χατζηχρήστο. Σηκώθηκε λοιπόν, τότε, ένας της Ασφάλειας που παρακολουθούσε την ταινία και με ρώτησε: «Δε σου φαίνεται ότι το έργο είναι πονηρό;»… Μου ζήτησε την άδεια για την προβολή, που είχε βγει βέβαια πριν από τη δικτατορία, και του την έδειξα. Μου λέει «έλα πάνω στη  Αστυνομία αύριο».

Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα και σκεφτόμουν τι να πω την άλλη μέρα στην αστυνομία. Πράγματι πήγα την επομένη στην Ασφάλεια  και ήταν εκεί ο Μεταλληνός, ο αστυνόμος. Μάλιστα είχα κόψει και το επίμαχο κομμάτι της ταινίας και το κουβαλούσα μαζί μου. «Γιατί το έπαιζες;» με ρώτησε ο Μεταλληνός. Του είπα ότι εγώ  είχα πάρει την ταινία από την Αθήνα και δεν ήξερα το περιεχόμενο, αφού έτσι κι αλλιώς υπήρχε και η άδεια προβολής. Και συνέχισα «αλλά, παρ΄ όλα αυτά, εγώ έκοψα το επίμαχο κομμάτι και σας το έφερα». Μου λέει «με αυτό ελαφρύνεις τη θέση σου» και μου συνέστησε να μην προβάλω την ταινία πουθενά αλλού… Του είπα όμως ότι το έργο το πλήρωσα και πρέπει να το παίξω κι αλλού για να βγάλω τα έξοδά του. Και τελικά με άφησε…

Το φθινόπωρο του 1968 ανακαινίζονται και οι δύο κινηματογράφοι, «ΑΣΤΕΡΑΣ» και «ΡΕΞ». Και ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Νίκος Διαμαντίδης γράφει στη  «Πρόοδο»: «Κατάπληκτοι έμειναν οι πρώτοι φιλοθεάμονες συμπολίτες μας,  κατά την εγκαινίασιν των χειμερινών αιθουσών και των δύο κινηματογράφων μας. Απαστράπτουσα καθαριότης, συστηματικός εξαερισμός, νέος μοντέρνος φωτισμός, νέα καθίσματα- πολυθρόνες αναπαυτικές- είσοδοι και έξοδοι με αυτόματες θύρες, καλοριφέρ, δάπεδο, αποχωρητήρια, τα πάντα εξ υπαρχής τοποθετημένα και φρεσκοβαμμένα με απαλούς χρωματισμούς.

Το 1970 οι Κυρλαγκίτσηδες (ο πατέρας Γιάννης και ο γιος Γιώργος) αποφασίζουν να εκμεταλλευτούν ένα οικόπεδό τους στη Βενιζέλου με την ανέγερση ενός ξενοδοχείου αλλά και με κινηματογράφο στο ημιυπόγειο. Έτσι γεννήθηκε το «ΔΙΑΝΑ».

Το 1970 ο δραστήριος επιχειρηματίας Γιάννης Κολύβας ιδρύει έναν ακόμα κινηματογράφο, το «ΑΚΡΟΠΟΛ», που είναι θερινός, στο νότιο μέρος της προκυμαίας και καταφέρνει να τον διατηρήσει μέχρι το 1981. Και μάλιστα παρατείνει τις προβολές του και το φθινόπωρο, μέχρι τον Οκτώβριο…

Η Κινηματογραφική Λέσχη Χίου, με την τωρινή μορφή της, ιδρύθηκε και λειτούργησε την περίοδο 1978-1979, χωρίς όμως δική της στέγη και αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα…

Το 1995 η έλλειψη θερινού σινεμά στη Χίο, μετά το κλείσιμο και του θερινού «Αστέρα» και του «Ακροπόλ», ήταν η αιτία να ιδρυθεί το «Σινέ Κήπος», μέσα στο δημοτικό κήπο της πόλης μας, το 1995.

Αρχές δεκαετίας του ‘ 70 η εμφάνιση της τηλεόρασης  μεταθέτει την  κύρια μάζα των θεατών του ελληνικού κινηματογράφου  προς τη νέα τεχνολογία…

Θα έλεγα ότι η γενιά κάποιων από εμάς ήταν τυχερή γιατί βίωσε εκείνη τη δεκαετία του ‘ 60 σε όλο το μεγαλείο της. Με τις δραματικές  ελληνικές ταινίες, να χαρίζουν στον γυναικείο, κυρίως, πληθυσμό ανεπανάληπτες ονειροπολήσεις, αλλά και απογοητεύσεις, ανάλογα με τα σενάρια. Χαρακτηριστικά τα μελό της εποχής εκείνης που προσήλκυαν τα κοριτσόπουλα με τους πρωταγωνιστές τους να καίνε τις καρδιές τους («Κορίτσια ο Μπάρκουλης»!)και το δάκρυ να τρέχει κορόμηλο αν δεν είχαμε ευτυχές τέλος. Ηταν οι ταινίες που συγκινούσαν ιδιαίτερα και σημείωναν τις μεγαλύτερες εισπράξεις, τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά. Με τις φωτογραφίες των τότε ζεν πρεμιέ του κινηματογράφου, να συντροφεύουν τις κοπέλες και στον ύπνο και στον ξύπνιο τους.

Στην ιστορία θα μείνουν οι ταινίες της «Κλακ Φιλμ» του Τεγόπουλου με τον Νίκο Ξανθόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο και να τον συνοδεύουν άλλοτε η Μάρθα Βούρτση (η πιο… κλαψιάρα λόγω σεναρίων), άλλοτε η Δώρα Σιτζάνη, άλλοτε η Αντζελα Ζήλια, άλλοτε η Κατερίνα Βασιλάκου… Οι καθαρά εμπορικές ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ από τον «Καραγιάννη- Καλατζόπουλο». Εκείνες με τους ωραίους Ζωή Λάσκαρη και Νίκο Κούρκουλο. Οι πιο ποιοτικές της Καρέζη με τον Καζάκο. Οι κωμικές του Βέγγου, του Ηλιόπουλου, του Σταυρίδη, του Λογοθετίδη, του Κωνσταντάρα, της Βλαχοπούλου και τόσων άλλων κορυφαίων κωμικών ηθοποιών μας που μας συντροφεύουν μέχρι και σήμερα.

Να είμαστε καλά όλοι όσοι ζήσαμε και έχουμε συγκινητικές και ρομαντικές αναμνήσεις από τα χρόνια της άνθησης των κινηματογράφων στη Χίο. Να είναι καλά και οι νέοι που εντρυφώντας σε αυτό το βιβλίο «έζησαν» κι αυτοί, έστω μεταφορικά, εκείνη την ανεπανάληπτη και ωραία εποχή και εμπειρία

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΣΙΡΟΠΙΝΑ

Στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του ‘ 60 ο κινηματογράφος ήταν από τα ελάχιστα ερεθίσματα για να αναπτύξουμε και τη φαντασία μας και την ψυχαγωγία μας. Είμαστε στον Αγιο Ισίδωρο του Βροντάδου απέναντι από το εικονισματάκι του αγίου μετά το Τσουκαλοχώρι λίγο πριν από τη Μούτσαινα και λίγο παραμέσα από τους Τρεις Μύλους λίγο πριν φτάσουμε στον Αγιο Κήρυκο.

Εκεί είναι η μαγική  γωνία των παιδικών χρόνων μου. Εκεί στο σινεμά του ζεύγους Νίκου και Μιμίνας Μίτση που ταυτόχρονα ήταν και χειμερινός και θερινός, το «ΣΙΝΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ», ζήσαμε κάτι μαγικό, όπου η τρυφερότητα και ο θαυμασμός γι αυτά που βλέπαμε, η απορία πήγαιναν χέρι χέρι.

Και βέβαια για τις περισσότερες οικογένειες της εποχής εκείνης ήταν η μοναδική ψυχαγωγία, αφού δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι διασκέδασης. Μάλιστα αυτή την επιλογή της ψυχαγωγίας την ξέραμε από νωρίς γιατί περνούσαν τα αυτοκίνητα που διαλαλούσαν το έργο. Μάλιστα, πολλές φορές, μπλεκόταν το αυτοκίνητο του Αγ. Ισιδώρου με τα χωραϊτικα αυτοκίνητα, τα οποία όμως είχαν άλλη πραμάτεια, αφού πρόβαλαν υπερπαραγωγές με σινεμασκόπ κλπ. ενώ σε εμάς ήταν λίγο πιο φτωχές οι παραγωγές.

Και βέβαια η απόφασή μας αν θα πηγαίναμε ή όχι εξαρτιόταν από το είδος της ταινίας που θα προβαλλόταν. Αν ήταν γουέστερν δεν μας ενδιέφερε…  Αν ήταν κωμωδία είχαμε πολλές πιθανότητες να πάμε να τη δούμε. Την απόφαση αν θα πηγαίναμε ή όχι την έπαιρναν οι γονείς μας. Αποφεύγαμε τα μελοδραματικά έργα γιατί η ζωή μας ήταν λίγο στενόχωρη και λόγω οικονομικών δυσκολιών μας στην οικογένεια και αποφεύγαμε να δούμε κάτι που θα μας πρόσθετε συναισθηματικά και άλλη στενοχώρια.

Όταν όμως προβαλλόταν κωμωδία πηγαίναμε και η αναγγελία γινόταν από τη μαμά και η προετοιμασία συνίστατο στο να βάλουμε τα καλά ρούχα μας, τα μεσάτα φορέματα της εποχής με τους μεγάλους φιόγκους.

Εγώ άρχισα σε προσχολική ηλικία να συνοδεύω την οικογένεια και όλοι δυσανασχετούσαν επειδή δεν μπορούσα να τρέξω, δεν μπορούσα να περπατήσω γρήγορα και αναγκαζόταν ο πατέρας να με ανεβάσει στα λίγκια του. Διασταυρωνόμασταν και με εκείνους που έβγαιναν και μας ρωτούσανε με το στερεότυπο «Πάτε νε, ε;», αφού ο προορισμός ήταν γνωστός και ένας και μοναδικός.

Στον εξωτερικό χώρο ήταν παρατεταγμένοι οι γαμπροί της εποχής καβάλα στα μοτοσακό, η κυρά Κυριακή είχε ετοιμάσει τα σουβλάκια της και μοσχοβολούσε η περιοχή, ενώ κάποιοι ήδη είχαν κάνει τις πρώτες προμήθειες σε σουβλάκια και γκαζόζες και πασατέμπο πριν μπούνε μέσα. Κόβαμε εισιτήριο και καθόμαστε στις θέσεις μας.

Είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι αντιδράσεις του κόσμου πριν αρχίσει η προβολή και στα διαλείμματα τις οποίες πρόσεχα γιατί ως μικρή δεν καταλάβαινα και πολλά πράγματα από την ταινία. Θυμάμαι ότι όταν εμφανιζόταν στην οθόνη ένας κωμικός ηθοποιός, ο Μανέλης, εγώ πανικοβαλλόμουν γιατί τον φοβόμουν. Όταν είσαι τόσο μικρός, γύρω στα 6, δεν έχεις την αίσθηση είτε του κωμικού, είτε του τραγικού και πολλές φορές δεν καταλαβαίνεις σημαντικά πράγματα από την πλοκή και αφαιρείσαι νε βλέπεις τι κάνει ο άλλος…

Η ονομασία ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ υπερασπίζεται και αποδεικνύει αυτό το όνομα, όχι μόνο γιατί ήτανε ένα κεντρικό σινεμά στην περιοχή, αφού υπήρχαν και άλλα σινεμά που λειτουργούσαν στους Τρεις Μύλους, στα Λειβάδια, στη Δασκαλόπετρα.

Αυτή η σύναξη σε αυτόν τον χώρο επιτελούσε τις λειτουργίες της επικοινωνίας και της κοινωνικής κριτικής. Μάλιστα υπήρχε και μια χαρακτηριστική σύμπνοια της μίας γειτονιάς  και μια αντιπαλότητα αυτής της γειτονιάς εναντίον της άλλης. Καταλάβαινες από το παρατεταμένο σούσουρο, και πριν αρχίσει η προβολή και στα διαλείμματα, όποιος προσπερνούσε από τη μία ομάδα, τον άφηναν να προσπεράσει και μόλις προσπερνούσε άρχιζε το κουτσομπολιό. Για το πώς είναι ντυμένος ή ντυμένη τι συμβαίνει στην οικογένειά τους, αν υπάρχει κανένα ειδύλλιο που μπορεί να μπλεκόταν ακόμα και εκείνη τη στιγμή. Βλέπετε ο ερωτισμός που υπήρχε στο σινεμά ήταν πάρα πολύ έντονος. Υπήρχε λοιπόν μια περιρρέουσα ερωτικότατη ατμόσφαιρα που υποθαλπόταν και από το σενάριο των ταινιών που ήταν και ζητούμενο αφού οι ηλικίες ήταν και τόσο μικρές. Eβλεπα και τις μεγαλύτερες αδερφές μου ότι τους ενδιέφερε αυτό το κοίταγμα.

Μια ωραία ευκαιρία ήταν η επίσκεψη στο μπακάλικο- καντίνα που διατηρούσε ο ιδιοκτήτης από το οποίο γινόταν οι προμήθειες σε τσιπς και σε φλογερές ματιές και άρχιζε η προβολή.

Και βέβαια οι αντιδράσεις είχαν σχέση με τις σκηνές που εκτυλίσσονταν στην οθόνη. Αν ήταν κωμωδία τραντάζονταν το σινεμά από τα γέλια, αν ήταν δράμα τα δάκρυα ήταν ποταμοί. Όταν όμως άνοιγαν τα φώτα, τις περισσότερες γυναίκες, εκείνες που έπρεπε να αναζητήσουν τον μέλλοντα γαμπρό, δεν τους ενδιέφερε καθόλου να κρύψουν τη συγκίνησή τους. Μάλιστα επεδείκνυαν τα δακρυσμένα μάτια τους διότι οι ευαισθησίες τους ήταν τέτοιες ώστε να προσελκύουν τους μελλοντικούς συζύγους. Εξάλλου την εποχή εκείνη τόσο στην κοινωνία όσο και στην ταινία ήταν τότε η μεγαλύτερη αξία. Μάλιστα υπήρχε και μια φράση της εποχής που έλεγε «την είδε στο σινεμά, του άρεσε και τη ζήτησε». Κριτήριο ήταν αυτή η ευαισθησία και κάποιοι έλεγαν ότι ίσως τα υγρά μάτια της κοπέλας συγκίνησαν τον νυν σύζυγό τους.

Τα μικρά παιδιά είχαν συνέχεια διεσταλμένα τα μάτια τους και στην οθόνη, κοιτώντας το πανί, και σε όλα όσα γίνονταν, καμία φορά και στον… ουρανό στο θερινό σινεμά και όταν φοβόμασταν κρυβόμασταν κάτω από την καρέκλα που ήταν ψάθινη η οποία μετά το τέλος της προβολής ποτέ δεν ήταν στη θέση της και κάναμε σαλίγκαρο για να βγούμε, καθώς είχαν μετακινηθεί όλες σχεδόν οι καρέκλες. Τα μάτια ήταν συνέχεια διεσταλμένα ρουφούσαμε ό, τι βλέπαμε. Το πρότυπό μας ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Η θεματολογία ήταν γνωστή… Οι μελοδραματικές ταινίες όπου η πρωταγωνίστρια ή ο πρωταγωνιστής θα έπρεπε να βασανιστούν πολύ προκειμένου να κατακτήσουν το στόχο τους. Τότε μας ευχαριστούσαν και ήταν και μια σχετική εκτόνωση, αλλά εκείνα τα έργα ήταν ψεύτικα και παρασυρόταν και ο κόσμος γιατί δεν είχε το άλλο που θα έβαζε απέναντι σε αυτά τα έργα… Και δυστυχώς εμείς εκτός πόλης είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε αυτά τα υποπροϊόντα αφού οι ποιοτικές ταινίες δεν έφταναν σε εμάς. Και αν καμιά φορά έφταναν σε εμάς ήταν σαν διαμάντια. Θυμάμαι το «Νησί της Αφρδίτης» το οποπίο είδαμε το 1969 που το θυμάμαι ακόμα παρόλο ότι ήμουν Πέμπτη Δημοτικού. Θυμάμαι την Κατίνα Παξινού που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε ένα τέτοιο έργο.

Μια γενική αποτίμηση: Αν τη δούμε με τα παιδικά μάτια μας εκείνη την περίοδο ήταν πραγματικά μαγική. Και εναλλασσόταν ο μύθος με την πραγματικότητα . Εφτανε μια ματιά για να δεις τους πρωταγωνιστές και τις πρωταγωνίστριες στα καθίσματα δίπλα σου. Από την αμφίεση, από τον τύπο του χτενίσματός τους. Εκεί κοντά στον κινηματογράφο κάθε φορά έβλεπα δύο κοπέλες πολύ όμορφες να κάθονται στο μπαλκόνι τους και να κεντούν. Ηταν και κωφάλαλες και επειδή ήταν και κόρες ιερέα δεν πήγαν ποτέ στο σινεμά. Και μέσα μου παρακαλούσα, όπως γινόταν τα θαύματα στην ταινία, να γίνει κι ένα θαύμα και να άκουγαν οι κοπέλες και να ερχόταν κι αυτές στο σινεμά… Η πραγματικότητα ήταν και μια αντιγραφή των θεμάτων των έργων από πολλές απόψεις. Εάν το δούμε από τη σημερινή πραγματικότητα θα έλεγα ότι ήταν μια εποχή παραπλάνησης στην οποία συνέβαλε και ο κινηματογράφος και παραχαρασσόταν και η ιστορία τον καιρό της χούντας.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.