Απορίες που ελέγχουν και αμφισβητούν τις περί «Ινδοευρωπαίων» θεωρίες

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Αν και το θέμα είναι πολύ μεγάλο, εντούτοις είναι κατά πολύ νεώτερο από την Ελληνική γλώσσα. Η θεωρία αυτή ήλθε στο προσκήνιο στα τέλη του 18ου αιώνα από έναν Βρετανό δικαστή που υπηρετούσε στις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία, ο οποίος θαμπωμένος από το μεγαλείο τού Ινδικού πολιτισμού, άρχισε να μελετά τα αρχαία Ινδικά (σανσκριτικά) κείμενα. Ο δικαστής αυτός κατέληξε στο συμπέρασμα πως η σανσκριτική ήταν η μητέρα των ευρωπαϊκών γλωσσών επομένως και της ελληνικής. Και αυτό λόγω της γλωσσικής συνάφειας λέξεων τής σανσκριτικής με τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Η θεωρία αυτή βρήκε πολλούς υποστηρικτές κυρίως στη Γερμανία όπου και μετεξελίχτηκε σε Ινδογερμανική, Ινδοευρωπαϊκή ή Άρεια θεωρία και ιδεολογία, με βάση την οποία όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, εκτός από την κοινή, υποτίθεται, γλώσσα, είχαν και κοινή καταγωγή κοιτίδα, δηλαδή τόπο όπου για πρώτη φορά αναπτύχτηκε κάτι, και εν προκειμένω η Ινδοευρωπαϊκή ως κοινή γλώσσα από την Ινδία μέχρι την…Ευρώπη!  Όμως η αναγωγή σε μια κοινή γλώσσα υπονοεί ή και προϋποθέτει ότι υπήρχε ένας κοινός πληθυσμός που μιλούσε τη γλώσσα αυτή, ο οποίος διασκορπίστηκε σε διάφορα μέρη στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην Ασία. Παρόλα αυτά το ερώτημα παραμένει: πότε έγινε η διάσπαση και διασπορά τού πληθυσμού αυτού; Ακόμα και αν υποθέσουμε πως οι πληθυσμοί αυτοί ήλθαν στην Ελλάδα, αξίζει να διευκρινιστεί οι Έλληνες (ντόπιοι) τι γλώσσα μιλούσαν; Και 2ο κατά πόσο είναι λογικό να μιλάμε για μετακινήσεις πληθυσμών από τα βόρια σε μια περίοδο όπου οι περιοχές αυτές ήταν καλυμμένες με πάγους.
Είναι φανερό λοιπόν πως η θεωρία αυτή…«μπάζει». Όμως εξακολουθεί μέχρι και σήμερα όχι μόνο να ισχύει, αλλά και να μας ταλαιπωρεί, αφού παρά τα αρχαιολογικά τεκμήρια περί του αντιθέτου, αυτή εξακολουθεί να διατηρείται και να διδάσκεται εκτός από την Ευρώπη και στα σχολεία της Γραικίας (Γραίας) Ελλάδας. Ωστόσο το παπικό αυτό αλάθητο επεκτάθηκε με τη διατύπωση του Γερμανού Φραντς Μποπ (1791-1867) περί «ινδογερμανικής θεωρίας» η οποία εξήψε την τροθείσα  περηφάνια του γερμανικού εθνικισμού (βλ. κατάληψη της Πρωσίας από τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα)  η οποία οδήγησε στην καταστροφή των γαλλικών στρατευμάτων στη   μάχη του Βατερλώ το 1815. Τα παραπάνω μπορεί να πει κανείς πως αφορούν την πολιτική ιστορία. Όμως η ιστορία αυτή η οποία γνώρισε μεγάλη διάδοση είναι φανερό πως βασίστηκε κυρίως σε πολιτικούς λόγους, δημιούργησε προβλήματα, και κατέληξε στην τραγική χιτλερική θεωρία τής «ανωτερότητας» των Αρείων.
Εκμεταλλευόμενοι λοιπόν κάποιοι τη θεωρία αυτή, δημιούργησαν προβλήματα σε ‘μας τους Έλληνες ότι δεν είμαστε γηγενείς, αλλά επύλιδες* (μετανάστες) που ήλθαμε από το Βορρά μέσω του Καυκάσου ή από την Ανατολή. Όσο για την κάθοδο από τον Βορρά ο καθηγητής του παν/μίου Αθηνών Χρ. Ντούμας, μας λέει: «Παντού στον κόσμο μεγάλοι πολιτισμοί αναδείχθηκαν εκεί όπου οι περιβαλλοντικές συνθήκες ευνόησαν τη συγκέντρωση πληθυσμών μετά την εποχή των παγετώνων»
(Τα μαύρα γράμματα εντός των εισαγωγικών είναι δικά μου).
Εκτός απ’ αυτό βέβαια, την περίοδο για την οποία μιλάμε (2η &3η χιλιετία π.Χ) δεν υπήρχε τίποτα που να τεκμηριώνει την ανάπτυξη ενός προηγμένου πολιτισμού στις περιοχές αυτές, ακόμα και την ύπαρξη ενός τέτοιου πολιτισμού. Με βάση όμως τη θεωρία αυτή, η ιστορία μας αρχίζει από το 2000 π.Χ  ή από την «κάθοδο» των Δωριέων το 1100 π.Χ.  Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να απαντήσει στους «Ινδοευρωπαϊστές» με τον θρύλο τού Ηρακλή και βάσιμα να πεί πως αυτοί που εξαπλώθηκαν  ήταν οι Ηρακλείδες (απόγονοι του Ηρακλή) οι οποίοι επιστρέφουν, πράγμα που μας λέει ο «μύθος» των Εσπερίδων στη χώρα του Γηρυόνη (ρ. γηρύω= περιπλανούμαι, τριγυρίζω, εξερευνώ σταδιακά).[1] Εκτός αυτού είναι γνωστό πως οι Ινδοί ουδέποτε εκστράτευσαν κατά της Ελλάδας, ούτε και ήρθαν από τον Βορρά και τις…ουγγρικές πεδιάδες. Αντίθετα  γνωρίζουμε για την εκστρατεία τού Διονύσου και του Ηρακλή στις Ινδίες μέσω του Ατλαντικού (βλ. Ειρήνη Μπουρδάκου – Καρύκα «Ηρακλής ο εκπολιτιστής της οικουμένης»).
Και για να επανέλθουμε στα γλωσσικά, ο αρχαιολόγος καθηγητής** συνεχίζει και επισημαίνει πως: «το 90% των «ινδοευρωπαϊκών» λέξεων που πιστεύεται ότι υπάρχουν στην Ελληνική, είναι υποθετικές, και προϊόντα της γόνιμης φαντασίας κάποιων ινδοευρωπαϊστών φιλολόγων, αφού θεωρούν ότι απόδειξη γι αυτό είναι οι λέξεις «Πατήρ», «Μήτηρ», «Ειμί»  αλλά και άλλες κατά κάποιον τρόπο κοινές σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «για πρώτη φορά μια «φιλολογική θεωρία» επιχειρεί να άρει τα δεδομένα συμπεράσματα τής αρχαιολογίας».
Σύμφωνα με τα (ελάχιστα) παραπάνω η θεωρία της ελεύσεως των Ινδοευρωπαίων από τον Βορρά είναι αστήρικτη και υποθετική για ένα ακόμη βασικό λόγο.  Ότι δηλαδή –όπως προκύπτει- αυτοί (οι Ινδοευρωπαίοι) δεν είχαν καμία σχέση με τη θάλασσα, ενώ οι Έλληνες ναυσιπλοούσαν τουλάχιστο από την 8η χιλιετία π.Χ, δηλ. πολύ πριν την υποτιθέμενη έλευση των Ινδοευρωπαίων. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μοναδική λέξη σε πανευρωπαϊκό  τουλάχιστο επίπεδο που αποδίδει την έννοια της θάλασσας είναι η αρχέγονη λέξη ἅλς*** η οποία αποδεικνύει την πανάρχαια σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα τη δεύτερη μητέρα τους μετά από τη Γαῖα.    

Αναγκαίες σημειώσεις – προσθήκες
*
ἒπηλυς∙ εκ του επέρχομαι σημαίνει ξένος, αλλοδαπός, ξενόφερτος. Αντίθετα∙ αυτόχθων, ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής. Μη ξεχνάμε τα λόγια του Ισοκράτη στον «Πανηγυρικό» που εκφωνήθηκε το 346 π.Χ ο οποίος αναφέρει: «Ταύτην γάρ οἰκοῦμεν οὐχ ἐτέρους ἐκβαλλόντες, οὐδ’ ἐρήμην καταλαβόντες οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες… αὐτόχθονες ὂντες».
Όμως αν ο Ισοκράτης χαρακτηρίζεται από κάποιους ως εθνικιστής, ο Θουκυδίδης ο οποίος εκπέμπει στο ίδιο μήκος κύματος (βλ. κεφ.41 παράγρ. 50) τι είναι όταν λέει για την Αθήνα «ξυνελών τε λέγω την τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι». 
[1]
Εδώ να σημειώσουμε πως ο Ηρακλής είχε αναδειχτεί εκτός από μέγιστος ήρωας των Ελλήνων και μέγιστος ήρωας ολόκληρης της οικουμένης. Για τον λόγο αυτό πλήθος λαών όπως∙ οι Κέλτες, οι Γαλάτες, οι Ίβηρες, οι Βρετανοί…διεκδίκησαν το δικαίωμα να αποκαλούνται Ηρακλείδες.
**
 Είναι λοιπόν φανερό πως τα αρχαιολογικά ευρήματα την κρίσιμη περίοδο μεταξύ 5ης και 3ης χιλιετίας π.Χ όπως και φιλολογικές πηγές καθώς και της μυθολογίας αποδεικνύουν πως η Ελλάδα κατοικούνταν από παλαιοτάτων χρόνων. Αυτό αποδεικνύουν τα ευρήματα στο σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής που χρονολογούνται από το 700.000- 250.000 π.Χ. Επίσης ο οικισμός τού Σέσκλου που χρονολογείται τουλάχιστον από το 5800 π.Χ κ.α
***  Ακόμα οι Ινδοευρωπαϊστές δεν μπορούν να εξηγήσουν την απουσία της Ινδοευρωπαϊκής ρίζας mar- που στις άλλες γλώσσες αποδίδει τη λ. θάλασσα (Γερμ. Meer, λατ. Mar, γαλλ. Mer, ιταλ. Mare, Σλαυικά more).
Όσο για την α.ε λέξη ἅλς (h)als εκτός του ότι είναι ηχοποίητη, έχει ως ρίζα της το δηλωτικό τής δυσάρεστης γεύσης, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε τα αρχαία χρόνια λόγω της ακαταλληλότητας τού νερού προς πόσιν, μια και σε έκανε…χάλια!

Βιβλιογραφία – πηγές
Εκτός απ’ αυτές που αναφέρονται εντός του κειμένου είναι και:
Νεολιθικός Πολιτισμός Δημ. Ρ. Θεοχάρη εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Αθήνα 1989
Η Ινδοευρωπαϊκή θεωρία και ο Πολιτισμός του Αιγαίου Χρ. Ντούμα, πρακτικά συνεδρίου «Η ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας και Γραφής» 1996
Άρη Πουλιανού: Η Χαλκιδική κοιτίδα του ανθρώπινου γένους 1991
Ιστορία του Ελληνικού πολιτισμού, εκδ. Χάρη Πάτση 1968;

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.