Αθανάσιος Ψυλλάς: Τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς στην Χίο

 

Γράφει η Τασσώ Γαΐλα

Σήμερα εκτάκτως η στήλη μας ‘Το Διήγημα του Σαββάτου’ φιλοξενεί τον Χιακής καταγωγής Αθανάσιο Ψυλλά με ένα του αφήγημα γύρω από τα παιδικά του χρόνια στην Χίο. Ημέρες Χριστουγέννων, αρχές του ’50, πολύ φτώχεια στο νησί, μία άλλη εποχή, άλλοι άνθρωποι…

Αξίζει τον κόπο η ανάγνωση του αφηγήματος, τα κάλαντα  και τα έθιμα της περιόδου εκείνης που μας παραδίδει ο Αθανάσιος Ψυλλάς είναι αξιοπρόσεκτα.

Αθανάσιου Ψυλλά: Τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς στην Χίο.

Τέτοιες  μέρες,  Χριστουγεννιάτικες,  βάζαμε  τον  πατέρα  μου,  όταν  γύριζε  το  βράδυ  από  τη  δουλειά,  κάπως  νωρίτερα,  λόγω  παραμονών,  να  μας  διηγηθεί  για  τα  κάλαντα  στη  Χίο.

Στην  πόλη  της  Χίου,  στον  κεντρικό  δρόμο  της  αγοράς,  την  Απλωταριά,  ένας  ψευδός  πλανόδιος  πωλητής  πουλούσε,  εκτός  από  τα  συνηθισμένα  του  εμπορεύματα,  «μπουμπούλοι,  μπουμπουλάκια,  κουμπαάδε» (μπουρμπούλοι=στάμνες,  μπουρμπουλάκια=σταμνάκια, κουμπαάδε=κουμπαράδες)  και  ένα  πήλινο  κατασκεύασμα,  που  έμοιαζε  με  πήλινη  κανάτα  χωρίς  χέρι,  ανοιχτή  επάνω και κάτω.  Αυτό  θα  μετατρεπόταν  σε  τραμπούκα,  δηλαδή  τουμπερλέκι.  Αυτός  που  αγόραζε  το  πήλινο  έπρεπε  να  παραγγείλει  στο  χασάπη,  να  του  βρει  μια  μεμβράνη  από  κύστη  βοδιού.  Η  μεμβράνη  αυτή  πλενόταν,  τριβόταν  με  αλάτι  και  τεντωνόταν,  προτού  στεγνώσει,  επάνω  στα  χείλη  του  πήλινου,  με  τη  βοήθεια  σπάγγου.  Η  τραμπούκα  ήταν  έτοιμη.  Δενόταν  ένα  λουρί  δερμάτινο,  υφασμάτινο,  ή  σπάγγος,  ώστε  να  κρέμεται  από  τον  ώμο  και  να  μπορεί  να  στηρίζεται  στο  πλάι,  δεξιά  ή  αριστερά  της  μέσης.  Ο  καλανταδόρος  συνόδευε  τα  κάλαντα  με  το  ρυθμικό  χτύπημα  των  δακτύλων  του  επάνω  στη  μεμβράνη  της  τραμπούκας.

Τα  πρωινά  κάλαντα  της  παραμονής  της  πρωτοχρονιάς  ψάλλονταν  με  τη  συνοδεία  της  τραμπούκας :

Εις  αυτό  το  νέο  έτος, Βασιλείου  εορτή 

Ήρθα  να,  ήρθα  να  σας  χαιρετήσω 

Με  την  πρέ,  με  την  πρέπουσαν  ευχή

Εύχομαι  λοιπόν  να  ζήτε  χίλια  χρόνια  ευτυχείς

Κι  ο  Βασί,  κι  ο  Βασίλειος  ο  Μέγας  

Πάντα  να ,  πάντα  να  σας  βοηθεί

Και  για  τα  ξενητεμένα  έχω  να  ειπώ  πολλά

Όπου  εί  όπου  είναι  κι  όπου  στέκουν

Νάχουν  τη,  νάχουν  την  καλή  χρονιά

Κι  άλλα  έτερα  σας  πρέπουν  μα  εγώ  δεν  ημπορώ

Σας  αφή  σας  αφήνω  καλό  βράδυ

Και  του  χρό  και  του  χρόνου  με  καλό.

 

Το  βράδυ  της  ίδιας  ημέρας  τα  κάλαντα  τα  έλεγαν  οι  μεγαλύτεροι.  Κι  αυτό,  γιατί  τραγουδούσαν  ένα-δυο  ίδια  τετράστιχα,  κοινά  για  όλους,  και  τα  υπόλοιπα  ήταν  ειδικά  αυτοσχεδιαζόμενα,  ή  εκ  παραδόσεως  κοινότυπα,  αναλόγως  με  την  σύσταση  της  οικογένειας,  αν  είχε  δηλαδή  μικρά  παιδιά,  λεύτερα  ή  παντρεμένα,  μαθητές  ή  φοιτητές,  τεχνίτες,  εμπόρους,  ναυτικούς  ή  μετανάστες.

Ο  δεύτερος  λόγος  ήταν,  ότι  έπρεπε  να  επισκευάσουν  και  να  φρεσκάρουν  το  ομοίωμα  του  καραβιού,  που  μετέφεραν  σε  όλη  τη  πορεία  από  σπίτι  σε  σπίτι,  να  έχουν  μαζί  τους  τα  σύνεργα  για  επισκευή  οποιασδήποτε  βλάβης  παρουσιαζόταν  και  τέλος  να  κουβαλούν  τα  καλάθια  με  τα  γλυκά,  που  τους  πρόσφεραν  οι  νοικοκυραίοι.

Το  ομοίωμα  ήταν  επιβατικό  ατμόπλοιο,  ή  πολεμικό  σαν  το  ΑΒΕΡΩΦ,  γιατί  τότε  τα  πλοία  αυτά  ήταν  στις  δόξες  τους.  Το  πλοίο  βρισκόταν  από  περασμένες  χρονιές  σε  κάποιο  υπόγειο  και  παραδινόταν  από  τους  μεγαλύτερους  στους  μικρότερους.

Το  στόλιζαν  με  σημαιάκια,  επισκεύαζαν  τα  λαδολύχναρα,  που  έβαζαν  στο  εσωτερικό,  μέσα  από  τα  φιλιστρίνια,  γιατί  τότε  δεν  υπήρχαν  μπαταρίες.

Το  καράβι  είχε  καζάνι  με  νερό,  που  ζεσταινόταν  με  κουκουνάρια  και  κάρβουνα.  Ο  ατμός  που  παραγόταν  έβγαινε  με  ένα  σωλήνα  στο  κατάστρωμα,  στην  συνέχεια  του  σωλήνα  ήταν  προσαρμοσμένος  ένας  διακόπτης,-μια  μικρή  βρύση-  και  τέλος   στην  άκρη,  κολλημένη  μια  σφυρίχτρα  κυλινδρική  με  διφωνία.

Ο  ατμός  που  έβγαινε,  μόλις  άνοιγε  ο  διακόπτης,  περνούσε  από  τη  σφυρίχτρα  και  έδινε  τα  ηχητικά  σινιάλα,  ζωντανεύοντας  το  άψυχο  σκάφος.

Πολλές  φορές,  όταν  δεν  υπήρχε  βαλβίδα  ασφαλείας  για  τον  ατμό,  ανέβαινε  η  πίεση  του  ατμού, γινόταν  έκρηξη  και  το  πλοίο  πάθαινε  ζημιές.  Τότε  πέφτανε  επάνω  τα  παλληκάρια  με  τα  κολλητήρια,  τα  ψαλίδια  για  τους  τενεκέδες,  τα  σφυριά  και  τη  μαστοριά  τους  και  το  καζάνι επισκευαζόταν  σε  μηδέν  χρόνο.  Οι  μαραγκοί  έφτιαχναν  τις  βλάβες  στο  ξύλινο  κατάστρωμα  και  η  πορεία  συνεχιζόταν.

Το  πλοίο  διέθετε  και  κανόνι.  Ο  ειδικός  της  παρέας  γέμιζε  με  μπαρούτι  και  στούμπωνε  το  εμπροσθογεμές  κανόνι,  για  να  το  πυροδοτήσει  την  κατάλληλη  στιγμή.  Κάποιες  φορές  έπεφτε  πιο  πολύ  υλικό  και  το  κατάστρωμα,  πάνω  στο  οποίο  ήταν  στερεωμένο  το  κανόνι,  έφευγε  από  τη  θέση  του.  Οι  αρμόδιοι  τεχνίτες  κι  αυτή  τη  φορά  έδιναν  λύση.

Έτσι  η  ιεροτελεστία  των  καλάντων  περιελάμβανε  στίχους,  ειδικούς  για  την  κάθε  οικογένεια,  σφυρίγματα  και  κανονιές  από  το  πλοίο.

-Την  καλησπέρα  σούφερα, 

 Έλα  να  τηνε  πάρης

-με  ρόδα  και  τριαντάφυλλα,

 έλα  να  τηνε  ράνης.

΄Εχεις  και  γυιό  και  μονογυιό

   και  γυιό  και  κανακάρη

   να  τον  αξιώσει  ο  Θεός

   να  κάμει  ένα  καράβι.

  Η  πλώρη  νάναι  μάλαμα

  η  πρύμνη  νάν’  ασήμι

  και  μες  στα  μεσοκάταρτα (ή  και  στα  σιδεροκάταρτα)

  νάν’  ο  ΄Αγιος  Βασίλης.

Η  ευχή  και  το  ιδανικό  για  κάθε  χιώτη  ήταν  να  γίνη  καραβοκύρης.

Αν  η  οικογένεια  είχε  έγκυο  γυναίκα:

Κοκώνα  μου  των  κοκονών

κοκώνα  των  κοκόνων

τον  κανακάρη  που  κρατάς

να  κάνεις  μ’  έναν  πόνο.

Για  ανύπαντρα  παιδιά:

………………………..

 

Και  τέλος  οι  στίχοι  για  όσους  είχαν  ξενητεμένους  ή  ναυτικούς  που  έλειπαν  (σύνηθες  για  τις  οικογένειες  της  Χίου) :

Νάμουνα  πετροκόρακας,

Νάχα  κερένια  μύτη

Να  σούφερνα  το  γιόκα  σου  (ή τον  άντρα  σου)

Απόψε μέσ’ το σπίτι

 

Εδώ  έπεφταν  και  τα  πολλά  χρήματα.

Στις  ανηφόρες  του  Βροντάδου,  η  παρέα  άλλαζε  θέσεις:  στη  μεταφορά  του  καραβιού,  που  το  σήκωναν  τέσσερεις, των  καλαθιών  για  τα  γλυκά,  που  έδιναν  οι  νοικοκυραίοι,  εκτός  από  τα  χρήματα  και  τέλος  στα  εργαλεία  που  κουβαλούσαν,  για  τις  επισκευές  (  τη  βαλίτσα  με  τα  σύνεργα  του  μαραγκού  και  τη  φουφού  με  αναμμένα τα  κάρβουνα, για  τον  τενεκετζή).  Επίσης  το  σακκί  με  τα  κουκουνάρια,  για  την  τροφοδοσία  του  καζανιού  και  το  μπουκάλι  το  λάδι,  για  τα  λαδολύχναρα  του  πλοίου.

Τα  κάλαντα  διαρκούσαν  ώρες  και  η  κούραση  των  καλανταδόρων  μεγάλωνε  όσο  περνούσε  η  ώρα. ( Ας  μην  ξεχνάμε  ότι  όλοι  ήταν  εργαζόμενοι  από  12  χρονών  και  ότι  ήταν  αργά  το  βράδυ  της  παραμονής  και  πριν  από  την  ώρα  των  καλάντων,  είχε  προηγηθεί  κανονικό  μεροκάματο).

Κάποια  στιγμή  έφτασαν  σ’ ένα  σπίτι  με  ξύλινη  σκάλα  και   πλατύσκαλο  επάνω,  που  στηριζόταν  σε  μια  ξύλινη  κολώνα.  Οι  τραγουδιστές  της  παρέας  άρχισαν :

-Την  καλησπέρα  σούφερα  έλα  να  τηνε  πάρης

 με  ρόδα  και  τριαντάφυλλα  έλα  να  τηνε  ράνεις

΄Ενας  απ’  αυτούς  που  κρατούσαν  το  πλοίο  ακούμπησε  πάνω  στην  κολώνα,  να  ξεκουραστεί.  Αλλά  η  κολώνα  ήταν  σάπια  και  έσπασε,  το  πλατύσκαλο  κρεμάστηκε  και  οι  νοικοκυραίοι   κόντευαν  να  σκοτωθούν.  Και  πάλι  οι  τεχνίτες  της  παρέας  έδωσαν  τη  λύση,  έσωσαν  την  κατάσταση,  επισκευάζοντας  νυχτιάτικα  την  κολώνα.

΄Ενας  συνομήλικός  και  συνάδελφός  μου, από  την  Αγία  Μαρίνα  Εγκρεμού  στη  Χώρα,  διηγείται  ότι  μια  χρονιά  δεν  είχαν  φτιάξει  καράβι.  ΄Ηταν  τρεις  στην  παρέα : ο  Κώστας  ο  Μαρινάκης   ( Μαρίνος ), ο  Πισσίας  και  η  Κουμμούνα.  (διακρίνουμε  το  τσούκλι  (παρατσούκλι)  που  έχει  αντικαταστήσει  το  όνομα).

Χωρίς  καράβι  δεν  γινόταν  δουλειά.  Αυτοί  όμως  τα  κατάφεραν  και  χωρίς  καράβι.  Έδωσαν  στον  ένα  να  κρατάει  μια  σφυρίχτρα  και  ένα  πιστόλι  με  καψούλια.  Όταν  χτυπούσαν  την  πόρτα,  οι  δύο  στέκονταν  κολλητά,  ο  ένας  δίπλα  στον  άλλον.  ΄Ελεγαν  τα  απαραίτητα  παινέματα  και  τελευταίο  άφηναν  το:

  

-Εβγάτε  από  την  πόρτα  σας  

 να  δείτε  το «ΜΑΡΑΚΙ»

 να  δείτε  το  καράβι  μας

 που  στέκει  σαν  κουκλάκι.

 Κι’ αν θέλεις  καπετάνιε μας

 βάλε και τη σφυρίχτρα.

 Κι’ αν θέλεις  καπετάνιε μας

 ρίξε με το κανόνι.

τότε  έδιναν  το  σύνθημα  και  ο  τρίτος  έβαζε  τη  σφυρίχτρα  στο  στόμα,  σφυρίζοντας  δυνατά,  ενώ  έρριχνε  κάνα-δυό  πιστολιές  στον  αέρα.

Η  νοικοκυρά  ματαίως  προσπαθούσε  να  βγεί  από  την  πόρτα  να  δεί  το  καράβι,  γιατί  εμποδιζόταν  από  τους  δύο  που  δεν  την  άφηναν.

-«Και  του  χρόνου».

Τότε  οι  καλανταδόροι  έπαιρναν  τα  χρήματα,  οπότε  ελευθέρωναν  την  είσοδο.  Η  γυναίκα  ανακάλυπτε  βγαίνοντας  ότι,  το  καράβι  ήταν  φανταστικό,  έβαζε  τα  γέλια,  ενώ  οι  νεαροί  έφευγαν  τρέχοντας.

Αυτά  τα  άκουσα  από  τον  πατέρα  μου,  που  τα  έζησε  στην  εποχή  της  δεκαετίας  του  1930  και  από  το  φίλο  μου,  που  είναι  συνομήλικός  μου.  Σ’  αυτές  τις  γενιές  το  έθιμο  δεν  άλλαξε  στο  παραμικρό.

Εφέτος,  παραμονή  Πρωτοχρονιάς,  31  Δεκεμβρίου  2005,  βρέθηκα  για  πρώτη  φορά  στη  γενέτειρά  μου,  μέσα  στην  Απλωταριά,  τον  κεντρικό   εμπορικό  δρόμο  της  Χώρας.

Αυτός  που  πουλούσε  τα  πήλινα  δεν  υπήρχε.  Δεν  είχα  τέτοια  απαίτηση,  θάπρεπε  να  ήταν 120  ετών.  Κάποιο  περίπτερο,  στην  κεντρική  πλατεία,  στο  Βουνάκι,  είχε  5-6  κιβώτια  με  διαφορετικά  μεγέθη  από  τραμπούκες.  Τα  παιδιά,  δυό-δυό,  είχαν,  το  ένα  τραμπούκα  κρεμασμένη  με  σπάγγο  και  το  άλλο  τουμπερλέκι,  μεταλλικό,  του  εμπορίου.

Σταμάτησα  δυό  δεκάχρονους,  κατασυγκινημένος  και  τους  είπα  να  μού  πουν  τα  κάλαντα,  ενώ  ετοίμασα  την  βιντεοκάμερα,  ν’  απαθανατίσω  μια  εικόνα,  που  περίμενα  σ’  όλη  μου  τη  ζωή.  Η  λαχτάρα  μου  κόπηκε,  όταν  άκουσα:  «Αρχιμηνιά  κι’ αρχιχρονιά,  ψιλή  μου  δεντρολιβανιά».  Τους  διέκοψα.  Φαντάστηκα  ότι  με  είδαν  ξένο  και  μου  έλεγαν  τα  δικά  μου  κάλαντα.

-«Όχι  αυτά  ρε  σεις. Εις  αυτό  το  Νέο  ΄Ετος».

-«Δεν  τα  ξέρουμε».  

-«Καλά,  πείτε  ότι  ξέρετε».

Η  απόγοήτευσή  μου  εδραιώθηκε,  όταν  άκουσα  και  άλλους  να  λένε  τα  Αθηναϊκά  κάλαντα.

Η  Καιτούλα  μπήκε  σε  ένα  κατάστημα  καλλυντικών  και  γώ  βρήκα  ευκαιρία  να  ανηφορίσω  την  οδό  Ατσικής,  μια  ιστορική  οδό  400  ετών,  που  την  βρήκα  με  άλλο  όνομα,  εις  δόξαν  κάποιου  δήμαρχου,  του  οποίου  η  βουλευτίνα  κόρη  μετά  του  δημοτικού  συμβουλίου  της  άλλαξαν  το  όνομα.

Πάταγα  πάνω  στο  δρόμο,  όπου  πάταγαν  ο  παπούς  και  ο  πατέρας  μου,  αλλά  και  πολλοί  γνωστοί  μου  συγγενείς  και  φίλοι  των  γονιών  μου.

Έφτασα  στου  Χότζα,  ένα  κυβοειδές  οικοδόμημα,  πρώην  ουζάδικου  και  νυν  σιδεράδικου,  που  έχει  δώσει  και  το  όνομά  του  στην  γειτονιά  αυτή.

Αριστερά  ο  συνοικισμός  Λίμνη.  Εδώ  γεννήθηκα.  Δεξιά  ο  δρόμος  για  το  στρατώνα.

Έψαξα  και  βρήκα  την  κόρη  ενός  φίλου  του  πατέρα  μου.  Με  δέχτηκε  στο  σπίτι  της.  Δασκάλα  η  ίδια,  με  σύζυγο  δάσκαλο  από  τη  Σάμο.  Εκεί  έμαθα  ότι,  τα  Χιακά  κάλαντα,  που  εγώ  έλεγα  στη  γειτονιά  μου  στα  Καμίνια,  σήμερα  δεν  διδάσκονται  στο  σχολείο  και  δεν  ψάλλονται  στη  Χίο.

Το  απόγευμα  κατά  τις  6  ο  φίλος  μου  ο  Γιοβανάκης  με  πήγε  στις  γειτονιές,  όπου  περίμεναν  έτοιμα,  καταστόλιστα,  τα  ομοιώματα  των  αρκετών  πολεμικών  και  δύο  φορτηγών  πλοίων.  Οι  νεαροί  που  τα  έφτιαξαν  με  δικά  τους  έξοδα  και  κόπο,  ήταν  έτοιμοι,  να  κυλίσουν  τα  υπέροχα  και  εκπληκτικά  στις  λεπτομέρειές  τους  σκάφη  στην  κεντρική  πλατεία,  για  το  διαγωνισμό.

Με  τα  μέσα  που  υπάρχουν  σήμερα,  τα  καράβια  αγγίζουν  την  τελειότητα.  Πού  λαδολύχναρα  και  καζάνια  με  ατμό!  Δεν  ξέρεις  τι  να  πρωτοκοιτάξεις.  Κατασυγκινήθηκα  όταν  είδα  το  πρώτο  πολεμικό,  στο  Καστέλλο,  περιοχή  προσφύγων  Μικρασιατών.  ΄Ονομα  ΑΓΙΑ  ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ,  το  όνομα  της  ενορίας. Οι  νεαροί  έχουν  ετοιμάσει  τα  Μικρασιάτικα  κάλαντα.

Βράδυ  στην  πλατεία.  Γύρω  ακούγονται  τα  τύμπανα  και  οι  ιαχές  των  πληρωμάτων,  που  μεταφέρουν  τα  βαπόρια,  από  τις  ενορίες,  στην  πλατεία.  Έχουν  αναμμένους  κόκκινους  δαυλούς,  αυτούς  που  χρησιμοποιούν  σε  περίπτωση  κινδύνου  τα  σκάφη  στη  θάλασσα.  Πού  και  πού  πέφτει  και  καμμιά  κανονιά.

Οι  αρχές  του  τόπου  και  η  επιτροπή,  έτοιμες.  Ένα-ένα  σκάφος  περνά  από  μπροστά  τους  κατάφωτο,  καταστόλιστο.  Τα  πυροβόλα  κινούνται,  τα  ραντάρ  περιστρέφονται.

Το  πλήρωμα  ανεβαίνει  στην  εξέδρα.  Πρώτος  μιλάει  ο  κυβερνήτης.  Με  λένε  ….  και  είμαι  ο  κυβερνήτης  του  αντιτορπιλικού…  να  σας  παρουσιάσω  τον  παινεματή  ……,

Ο  παινεματής  αρχίζει  να  λέει  στιχάκια  σχετικά  με  την  ιστορία  του  πλοίου,  την  προσπάθεια της  παρέας,  το  έθιμο,  στιχάκια  που  επαναλαμβάνουν  οι  υπόλοιποι  του  πληρώματος.

Ταυτοχρόνως  με  τα  στιχάκια  και  τα  κάλαντα,  κάποιος  ειδικός  πυροδοτεί  ρουκέττες,  που  υπάρχουν  πάνω  στο  πλοίο,  αόρατες  σε  μας  για  την  ώρα.  ΄Άλλες  σκάνε  ψηλά  σε  πολύχρωμες  ομπρέλλες,  άλλες  φεύγουν  σαν  κομήτες  με  χρυσή  ουρά  και  άλλες  σκάνε  πάνω  στο  καράβι,  καταστρέφοντας  μερικές  φορές  το  διάκοσμο.

Η  επιτροπή  στο  τέλος  βραβεύει  τα  πλοία  και  τα  πληρώματα  και  οι  νεαροί  φεύγουν  για  τις  γειτονιές  τους,  να  πούν  τα  κάλαντα  όλη  νύχτα,  κουβαλώντας  τα  τεράστια  καράβια  των  4  και  5  μέτρων.

Ο  χρόνος  δε  σταματά,  ούτε  γυρίζει  πίσω.  Πίσω  γυρίζει  μόνο  το  μυαλό  μας  στις  αναμνήσεις  μας,  για  τα  πρόσωπα  που  μας  χάρισαν  ευχάριστες  ώρες  με  τις  διηγήσεις  τους.

Πάντως  εγώ  παρηγορήθηκα,  αφού  είδα  ότι  το  έθιμο  με  τα  καράβια  κρατάει. Ευχαριστώ  που  με  ακούσατε,  καλή  Χρονιά,  με  Υγεία  το  Νέο  έτος.

Αθανάσιος  Λ. Ψυλλάς

5 Ιανουαρίου 2006

…………………………..

Μία άλλη εποχή….

Ευχαριστώ τον κ. Αθανάσιο Ψυλλά που θέλησε να μοιραστεί μαζί μας τις αναμνήσεις του.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια λογοτεχνίας.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.