Κώστας Βασιλάκος. ‘Ολονυχτία’.

 

Γράφει η Τασσώ Γαΐλα.

Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία κι ο σημαντικός της εκπρόσωπος Κώστας Βασιλάκος σήμερα κοντά μας με ένα διήγημα από το βιβλίο του ‘ Περι-Διαβαίνοντας’, συλλογή διηγημάτων έξη  συνολικά από τα οποία δεν ήξερα ποιο να διαλέξω για να σας παρουσιάσω. Τελικά διάλεξα το ‘ Ολονυχτία’ .. όχι γιατί είναι το μικρότερο σε μέγεθος αλλά γιατί… ας το ανακαλύψετε μόνοι σας….

Ολονυχτία.

Ένα βράδυ χάσαμε την όρεξη για παιχνίδι, αν και το ξεκινήσαμε, όπως πάντοτε, στην ώρα του, πιστοί στο ραντεβού μας. Είχαμε ακούσει από το απόγευμα για το θάνατο ενός ηλικιωμένου συγχωριανού μας. Μας μάθαιναν από την στιγμή που γεννηθήκαμε ότι οι ψυχές των νεκρών για σαράντα μέρες βρίσκονται ανάμεσα μας μέχρι να βρούνε γαλήνη στους αγγέλους και να παραμείνουν εκεί για πάντα.

Ποιος είχε όρεξη νυκτιάτικα να τριγυρνάει αδέσποτος εδώ κι εκεί, με την πιθανότητα να έχει ανεπιθύμητη συνάντηση μ’ αυτόν που πρόσφατα «Αποδήμησεν εις Κύριον» κι έκανε βόλτες ανάμεσα μας μέχρι να του πει ο άγιος να περάσει στον Παράδεισο. Πιστεύαμε ότι οι ψυχές που περιφερόντουσαν ήσαν πολλές περισσότερες , και μας το κρύβανε. Δεν μπορεί να ήσαν όλοι καλοί, υπήρχαν κι οι άπιστοι που πήγαιναν στην Κόλαση, δηλαδή εδώ στη γη.

Από περιέργεια προχωρήσαμε δειλά-δειλά μέχρι το σπίτι του νεκρού. Στην αυλή πολλοί άντρες κάπνιζαν αρειμανίως καθισμένοι σε καρέκλες, στις πεζούλες ή στο χώμα. Έπιναν καφέ και κονιάκ και συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων. Τίποτα δε θα μαρτυρούσε τη σορό στο δίπατο, αν δε χλιμίντριζαν τα άλογα στο στάβλο, θρηνώντας το αφεντικό τους. Τα πρόβατα από το μαντρί βέλαζαν ασταμάτητα, κι ο σκύλος, φύλακας του κοπαδιού, αλυχτούσε κάθε δύο λεπτά μ’ ένα μακρόσυρτο παράπονο.

Ανέβηκα σιγά την ξύλινη σκάλα και φτάνοντας στο διάδρομο έχωσα το κοντοκουρεμένο μου κεφάλι με τα πολλά σημάδια από τον πετροπόλεμο στο δωμάτιο του νεκρού. Το φέρετρο στη μέση του δωματίου, κι αυτός ανάσκελα σκεπασμένος μ’ ένα λευκό σεντόνι. Ο προσανατολισμός ήταν προς την Ανατολή, λες και άμα ήταν ξύπνιος θα έβλεπε τον ήλιο, μόλις θα πρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες.

Ένα γύρο καθισμένες μαυροντυμένες γυναίκες με μαντίλες στα κεφάλια , που τρόμαζες και μόνο στο αντίκρυσμα τους. Κεριά αναμμένα στο προσκέφαλο, κι άλλα σβηστά ριγμένα στη γωνιά, ένα καντήλι που σιγόκαιγε, και πολλά λουλούδια αφημένα κατάχαμα που ανέδυαν μια μυρωδιά που, σε συνδυασμό με τη ζέστη, έκαναν την ατμόσφαιρα αφόρητη.

-Πως στέκονται  εδώ αυτές ,μονολογούσα, και δε ζαλίζονται; Αν μείνουν κι άλλο, θα τον ακολουθήσουν το φουκαρά, θα έχει παρέα.

Μου έκαναν εντύπωση τα τρανταχτά γέλια κι οι πικάντικες ιστορίες που αφηγείτο καθεμία με τη σειρά, σαν να έπαιζαν σε θεατρικό έργο κι ήξεραν πολύ καλά το ρόλο τους. Αναρωτιόμουν μήπως δεν είχε πεθάνει ο χριστιανός και ξάπλωσε να κάνουν πρόβα για τη στιγμή που το μοιραίο θα συνέβαινε πραγματικά, μήπως τον είχαν σκεπάσει για να μην βλέπει πιά καρακάξα ξεφούρνιζε τις ανοησίες κάθε φορά.

Εκεί που ήμουν χαμένος στις φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναλύσεις, μία φούσκα δυνατή από τη χήρα του πεθαμένου μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα. Αφού γλύτωσα τη συγκοπή, γιατί πίστεψα ότι με σβέρκωσε ο ‘Θεός σχωρέστονε’, πήδηξα τα σκαλιά πέντε-πέντε μέχρι να βρεθώ στο δρόμο και να νοιώσω ασφαλής.

Την άλλη ημέρα, όλη η παρέα πήγαμε να δούμε την κηδεία. Το σκηνικό είχε αλλάξει. Από τον πάνω όροφο ακούγονταν κλάματα γοερά και μοιρολόγια, ενώ οι άντρες έστριβαν τα μουστάκια κι έφτυναν στον κόρφο να τους ξεχάσει ο Χάρος.

-Ποτέ μη σώσει κι έρθει, είπε ένας δυνατά και κουνήθηκε από τη θέση του.

Εμένα μου έμεινε η απορία τι άλλαξε από το βράδυ ως το πρωί. Είχαν την υπόσχεση από το Θεό ότι θα επιστρέψει και κάτι στράβωσε στη διαδρομή; Πώς έγινε το γέλιο κλάμα;

-Αυτό γίνεται, παιδί μου, με τους ηλικιωμένους, που γέμισαν τα χρόνια, κι είδαν παιδιά κι εγγόνια. Η ολονυχτία είναι οι αναμνήσεις από τα καμώματα τους, και συνάμα ο αποχαιρετισμός, είπε, η μάνα μου και σταυροκοπήθηκε.

Έτσι μένουν ζωντανοί οι άνθρωποι, κι ας έχουν φύγει από κοντά μας. Τους καλούς τους μακαρίζουμε και τους συχωρνάμε, ενώ τους κακούς τους στέλνουμε στη λήθη.

Συγγραφέας: Κώστας Βασιλάκος, από τη συλλογή διηγημάτων του ‘Περι-Διαβαίνοντας’.

……………………………………………………….

Πόσες κηδείες που μας είχε πάει  με την αδελφή μου  -όταν είμαστε παιδάκια- η θεία μου στο χωριό της στη Χίο τα καλοκαίρια στις διακοπές  θυμήθηκα διαβάζοντας το διήγημα ….

Μάλιστα. Ηθογραφία, χιούμορ, λαογραφία, θρησκευτικές παραδόσεις και νοσταλγικές παιδικές μνήμες σε εκπληκτική παραστατική απόδοση. Και, σε δύο μόνο σελίδες. Έξη κείμενα περιλαμβάνει η έκδοση που το κεντρικό τους θέμα διαφέρει αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο και στο προσκήνιο μέσα στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτοβιογραφικές αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο αλλά και κείμενα σε τρίτο πρόσωπο, κείμενα που όταν τελειώσεις την ανάγνωση τους … -παρά το μικρό μέγεθος του βιβλίου -έχεις σχηματίσει νοερά στο νού –δεν είναι υπερβολή-την εικόνα της χώρας μας.

Επώδυνες, δύσκολες στιγμές της προσωπικής του ζωής ,φτωχικά παιδικά χρόνια, δυσκολία στις σπουδές κλπ ο συγγραφέας τα αξιοποιεί κατάλληλα δίνοντας ένα άριστο αποτέλεσμα, σειρά αξιόλογων διηγημάτων,πεζό λόγο επιπέδου. Επίπεδο εξ ίσου καλό το χαρακτηριστικό και των έξη κειμένων με εκείνο το τελευταίο το :’ Ενός Αιώνα δρόμοι’ και τον ήρωα του που θυμίζει ήρωα αρχαίας τραγωδίας , να θυμίζει-το κείμενο-  τις καλύτερες στιγμές του ρεαλιστή διηγηματογράφου μας Δημοσθένη Βουτυρά.

Κώστας Βασιλάκος, ποιητής πολύ αγαπητός στο site diafaneia.eu , σήμερα κοντά μας  – στη στήλη :Το Διήγημα του Σαββάτου-με πεζό , διήγημα από την συλλογή διηγημάτων : ‘Περί-Διαβαίνοντας’/Εκδόσεις Αγγελάκη/2013.  Σε όλα τα βιβλιοπωλεία.Τον ευχαριστώ.

Πίνακας ζωγραφικής: Άννα Φαμέλη- Παπαποστόλου. Τίτλος έργου: ‘Εγκατάλειψη …και ζωή’. Ακρυλικό 50χ70 cm. διαθέσιμο. Την ευχαριστώ.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος

Ερευνήτρια Ελληνικής λογοτεχνίας.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.